ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

"Λαϊκά παραμύθια και παραμυθάδες της Λέρου"

 Σχολικό 'Ετος

2003-2004

Σκουμπουρδής Νικόλας   (Λέρος,   1954)

Γεννήθηκε στη Λέρο. Λίγους μήνες μετά την εγγραφή του στην Α΄ Τάξη, μεταναστεύει με την οικογένειά του στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Επαναπατρίζεται το 1966 και φοιτά στην ΣΤ΄ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας.

Μετά το Δημοτικό, έμαθε την τέχνη του ξυλουργού κοντά στους ξυλουργούς: Μήτσο Φραντζή και Μανόλη Άγουρο και του καραβομαραγκού δίπλα στο Μαστρο-Λευτέρη Ευαγγέλου, στο καρνάγιο της Αγίας Μαρίνας, στο Μπρούζι

Άκουγε διάφορες ιστορίες, στα καφενεία του Πλατάνου και της Αγίας Μαρίνας από τους: Κωστή Τάλια, Μιχάλη Περεντή (το Μαλλιακούρη), Μήτσο Κονταρφούρη (Τζερεμέ), τις οποίες παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον μικροί και μεγάλοι.

Μας αφηγήθηκε την ευτράπελη διήγηση «Τα παθήματα του αγαθού Παντελή".

 

ΣΧΟΛΙΑ

 από την

Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ.Μαριάνθη Καπλάνογλου

25. Τα παθήματα Παντελή: AaTh 1696, από τις πιο γνωστές στο χώρο του Αιγαίου αφηγήσεις για τον κουτό άνθρωπο.

Ας σημειωθεί ο ρεαλιστικός τόνος της ιστορίας με τον εντοπισμό της δράσης σε πραγματικούς χώρους του νησιού. 

 

 

25. Τα παθήματα του αγαθού Παντελή

Αφήγηση:  Σκουμπουρδής Νικόλας

Καταγραφή: Σκουμπουρδής Δημήτρης (Μαθητής Ε΄ Τάξης - 1998)

(Από το περιοδικό «Αποχρώσεις» της Ε΄ Τάξης  1998 – Τεύχος 23ο)

 

ια φορά, ήταν ένα αγαθό παλικάρι που το ’λεγαν Παντελή. Ήταν Μεγάλο Σάββατο πρωί και η μητέρα του τον έστειλε στα σφαγεία του Παντελιού, να αγοράσει πατσά. Πήγε, λοιπόν, ο Παντελής, αγόρασε τον πατσά και λέει: «Δεν πάω κάτω στην παραλία να τον καθαρίσω;» Έτσι κι έκανε. Όπως τον καθάριζε, είδε στ’ ανοιχτά ένα καΐκι κι άρχισε να φωνάζει και να κάνει νεύματα με τον πατσά. Το πλήρωμα τον είδε. Νόμιζαν πως ήθελε βοήθεια ή πως κάτι σπουδαίο ήθελε να τους πει, ξέφυγαν από την πορεία τους και πλησίασαν στην παραλία. Τον ρώτησαν: «Τι θέλεις. πατριώτη, τι συμβαίνει;». «Τίποτα δε συμβαίνει! Απλά, σας χαιρετούσα», τους λέει ο Παντελής. ΟΙ ναυτικού νευρίασαν, πήδηξαν έξω και του ’δωσαν το ξύλο της χρονιάς του! Του είπαν: «Άλλη φορά, σα θα βλέπεις καράβι, θα λες: Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου!».

            Ο Παντελής παράτησε τον πατσά κι όπου φύγει φύγει! Απ’ το τρέξιμο, για να ξεφύγει, έφτασε στο Μεροβίγλι! Ούτε να τη ξαναδεί τη θάλασσα! «Καλύτερα» είπε, «στο βουνό»! Εκεί συνάντησε έναν κυνηγό, που σημάδευε με το

 

 

 

δίκαννο μια πέρδικα. Σκέφτηκε, λοιπόν, ο Παντελής: «Α, κάτσε να πω τα λόγια που μου ’πανε οι ναυτικοί, μη φάω κι από ’δω ξύλο». Λέει, λοιπόν, του κυνηγού: «Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου!». Αμέσως η πέρδικα πέταξε μακριά κι ο κυνηγός άρπαξε τον Παντελή και… «πού σε πονεί, πού σε βαρεί…»! Του λέει: «Άλλη φορά, όταν συναντάς κυνηγό, να του λες: Ένα-δύο την ημέρα, έξι-εφτά την εβδομάδα!».

            Παίρνει δρόμο ο Παντελής και, «στο πι και φι», κατέβηκε στον Πλάτανο. Εκεί στην πλατεία, περνούσε ένα λείψανο. Μπρος οι παπάδες, πίσω το λείψανο με τους συγγενείς, παραπίσω ο κόσμος. Ο Παντελής, πώς κάνει, χώνεται μες στους συγγενείς και τους λέει: «Ένας-δύο την ημέρα, έξι-εφτά την εβδομάδα!». Οι συγγενείς άφησαν το κλάμα κι έκαναν «μαύρο» τον Παντελή από το ξύλο!

Τα παίρνει ο Παντελής, πάει κλείνεται στο σπίτι και δεν ήθελε να ξαναβγεί.

 

Επιστροφή