ΛΕΡΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΑΓΟΡΙΩΝ |
1. Οι ναυμαχίες
Ένα καλοκαιρινό, θαλασσινό παιχνίδι ήταν οι ναυμαχίες, με επιρροή κι αυτό από τον πόλεμο. Παιζόταν με κουρίτες και «Μαςς». Τα «Μαςς» ήταν τα ταχύπλοα σκάφη των εμπολέμων, κατά τη μάχη της Λέρου. Τα παιδιά, επηρεασμένα από αυτά τα πολεμικά πλοιάρια, κατασκεύαζαν τα δικά τους «ταχύπλοα». Έπαιρναν ένα ξύλο-σανίδα, με μυτερή την πλώρη, για να σχίζει το νερό, στρογγυλή την πρύμη και μπροστά έβαζαν μία πρόκα (καρφί), σαν έμβολο αρχαίας τριήρους. |
|
Καθημερινά, τα απογεύματα, μαζεύονταν παρέες στην παραλία των Αλίντων κι έπαιζαν. Έβαζαν τις κουρίτες και τα «Μαςς» στο νερό και η ναυμαχία άρχιζε με το τράβηγμα των σπάγκων. Τότε αυτοί που είχαν τα «Μαςς», με απότομα τραβήγματα του σπάγγου, έφερναν το σκάφος τους καταπάνω στις κουρίτες. Στόχος τους ήταν να τρυπήσουν με την πρόκα τη λαμαρίνα τους και να τις βυθίσουν, πράγμα που το πετύχαιναν πολλές φορές. Τα «Μαςς» ήταν σχεδόν άτρωτα, αφού δε βυθίζονταν. |
2. Ναυμαχίες με σκάφεςΈνα παιχνίδι που έπαιζαν οι πιο «ναυτικοί» πιτσιρικάδες ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης κουρίτας από ενωμένους τενεκέδες ή από μεγάλη λαμαρίνα, η οποία έπλεε σαν μικρό βαρκάκι και χωρούσε μέσα της ένα παιδί. Επειδή όλα τα παιδιά δεν είχαν τη δυνατότητα και την τεχνική ικανότητα να κατασκευάσουν αυτό το μεγάλο σκάφος, έκλεβαν τις σκάφες από το σπίτι τους, που ήταν ξύλινες και μεγάλες. Είχαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τις κουρίτες. Αν κι έπαιρναν μέσα νερό, ήταν αβύθιστες. Έτσι διεξαγόταν, ένας άλλος πόλεμος-ναυμαχία ανάμεσα στις μεγάλες κουρίτες και τις σκάφες. Μόνο που είχαν μέσα τους πραγματικούς «πολεμιστές» Ήταν και προνοητικά τα παιδιά, δεν πήγαιναν πολύ βαθιά αλλά μέχρι εκεί που πάτωναν. Έκαναν κουπί με τα χέρια και κατευθύνονταν ο ένας καταπάνω στον αντίπαλο. Εκεί τσακώνονταν ποιος θα βυθίσει τον άλλον. Συνεχώς βυθίζονταν εκείνοι που είχαν το λαμαρινένιο σκάφος ενώ οι άλλοι, αν και τους «μπατέραν» από τη μια κι από την άλλη, έμεναν στην επιφάνεια.
|
3. Πετροπόλεμος
|
4. Πετροπόλεμος 10ετίας του ’50 |
Ο κ. Μίμης Καραντάνης μας αφηγήθηκε περιστατικά «Πετροπόλεμου» μεταξύ παιδιών από τα Σπήλια και από το Χρηστό. Αφού εξοπλίζονταν καλά με καλάμια, πέτρες και… κράνη (απομεινάρια του πολέμου) για προστασία, ανέβαιναν στο Πιτύκι. Εκεί η ομάδα του Χριστού φρόντιζε να οργανώσει το χώρο της, όπως και οι πραγματικοί στρατιώτες. Τα παιδιά έφτιαχναν τα κρησφύγετά τους (δύο ή τρία), τις λεγόμενες «μπαταρίες», μέσα σε σπηλιές ή με πέτρες. Έπρεπε όμως οι «μπαταρίες» να συνεννοούνται μεταξύ τους, για να αποκρούουν αποτελεσματικά «τον εχθρό». Γι’ αυτό επινόησαν το «τηλέφωνο», ένα παιχνίδι που κατασκεύαζαν ως εξής. |
Έπαιρναν δυο ντενεκεδόκουτα, τρυπούσαν τον πάτο τους και περνούσαν από εκεί έναν σπάγκο στερεώνοντάς τον, για να μη φεύγει, με ένα σπιρτόξυλο. Τέντωναν το σπάγκο και, μιλώντας μέσα στο κουτί, έστελναν τα μηνύματά τους, από τη μια «μπαταρία» στην άλλη. Σε λίγο άναβε η μάχη, με τις πέτρες να πέφτουν βροχή, από τη μια και την άλλη πλευρά. Κι αφού «έπαιρναν αμπάριζα» τους αντιπάλους, δηλαδή τους έστρωναν στο κυνήγι, τα παιδιά κατέβαιναν στην πλατεία του Πλατάνου και έκαναν, καμαρωτά-καμαρωτά την παρέλαση, με τα καλάμια στους ώμους, τις εξαρτήσεις και τα κράνη, σαν αληθινοί στρατιώτες. Ήταν η λεγόμενη «Φανταρία»!!! |
5. Φανταρία, Ξιφομαχίες,Πετροπόλεμος* «Φανταρία» θα πει Έλληνες στρατιώτες, φαντάροι. Μαζευόμαστε σε χωράφια και εκεί στήναμε με τσουβάλια και κουρελούδες κάτι σαν αντίσκηνα ή σαν καλύβια. Οργανώναμε διάφορες ομάδες με ξύλινα όπλα και παριστάναμε τους στρατιώτες. Είχαμε αρχηγούς, υπαρχηγούς και βγαίναμε έξω να «πολεμήσουμε» με άλλες ομάδες, που δεν ήταν και λίγες. Ήταν μια παράσταση πολεμική και «σκότωνε» ο ένας τον άλλο, λέγοντάς του: «Μπαμ-μπαμ, σε σκότωσα!». Άλλοτε τον έπιανε αιχμάλωτο. Ήμαστε πειθαρχημένοι σαν πραγματικοί στρατιώτες. Γυρνώντας από τη μάχη είχαμε και το συσσίτιο, που ετοίμαζαν οι «μαγείροι» μας, γιατί είχαμε και μαγειρειό. Το άλλο παιχνίδι ήταν με τα ξίφη, ξιφομαχία με ξύλινα σπαθιά. Εκεί «πέφταμε στη μάχη», όχι με όπλα αλλά με τα ξύλινα σπαθιά. Μας τα έφτιαχναν οι μαραγκοί αλλά τα φτιάχναμε και μόνοι μας. Αυτά ήταν βιώματα από τον αληθινό πόλεμο που είχαμε ζήσει εμείς τα παιδιά της κατοχής. Κάναμε και πόλεμο με παιδιά των Ιταλών, στην ηλικία μας αλλά με πέτρες. Ο πετροπόλεμος ήταν «αληθινός πόλεμος». Εκεί να δεις κεφάλια σπασμένα! Γινόταν κι ανάμεσα σε Ενορίες: “Χριστός – Αγία Παρασκευή» ή « Αγία Μαρίνα – Ευαγγελισμός». κλπ. Και να σας πώ. Στις πληγές μας, αντί φάρμακα, μας έβαζαν καπνό τού τσιγάρου, για να σταματήσει το αίμα. Αν ψάξεις, μέχρι τώρα έχουμε πληγές, από τότε. Βέβαια, σήμερα πρέπει να σου κάνουν και αντιτετανικό ορό. Πολυτέλεια, για ’κείνα τα δύσκολα χρόνια.» (* Αφήγηση: Νικόλας Νταλόγλου)
|
6. Ξυλίκι ή Καμουντί
Παιζόταν συνήθως από δύο ή και τρεις ομάδες.
Χρησιμοποιούσαν δυο άνισα σε μήκος ξύλα. Το μεγάλο (μήκους 40-45 εκ.) ήταν το «καμουντόξυλο». Η μια άκρη του ήταν πλατιά και η άλλη κατάλληλα πελεκημένη για να μπορεί να πιάνεται από την παλάμη του παίχτη. Το μικρότερο (μήκους 10-12εκ.) ήταν το «καμουντί», με μυτερές (κωνικές) τις άκρες του. Έφτιαχναν ένα λακκάκι στο χώμα, όπου τοποθετούσαν το «καμουντί». Για να επιλεγεί όμως η ομάδα που θα έπαιζε πρώτη, ένα παιδί τίναζε με το χέρι το «καμουντί» σε απόσταση 10-15 μ. μακριά. Μετά άρχιζε να μετράει πόσες φορές χωράει το «καμουντόξυλο» από το λακκάκι έως το σημείο που έπεσε το «καμουντί», λέγοντας κάθε φορά: “Μάνα-καμουντί-τόπι”, (αν έπαιζαν τρεις ομάδες) ή “Μάνα-καμουντί”, (αν έπαιζαν δύο). Νωρίτερα, κάθε ομάδα είχε διαλέξει τι ήθελε: “Μάνα”, “καμουντί” ή “τόπι”. Η προτίμηση όποιας ομάδας “έπεφτε” στο τελευταίο μέτρημα, αυτή η ομάδα άρχιζε να παίζει. Έβαζαν το «καμουντί» στο λακκάκι κι ο αρχηγός της πρώτης ομάδας, το χτυπούσε με το «καμουντόξυλο», πρώτα ελαφρά στη άκρη που προεξείχε, έτσι ώστε να πεταχτεί λίγο ψηλά. Αμέσως το ξαναχτυπούσε, με δύναμη όμως, για να πάει όσο το δυνατό μακρύτερα. Από το σημείο που σταματούσε, αυτό γινόταν τρεις συνεχόμενες φορές. Αν οι αντίπαλοι το έπιαναν στον αέρα, τότε το παιχνίδι τελείωνε εκεί και οι νικημένοι έπαιρναν «μπέτσα» τους νικητές. Αν όχι, τότε οι παίχτες της άλλης ομάδας, έπρεπε με τρία μεγάλα, διαδοχικά βήματα, να διανύσουν την απόσταση που σταμάτησε το «καμουντί» ως το σημείο εκκίνησης (το λακκάκι). Αν το έφταναν, νικούσαν. Διαφορετικά, νικούσε η ομάδα που έπαιζε με το «καμουντί». Οι χαμένοι έκαναν «μπέτσα» τους νικητές, (τους κουβαλούσαν στην πλάτη τους), από το σημείο όπου σταμάτησε το «καμουντί» ως το λακκάκι.
|
7. Ο «Κούκος», στις 10ετίες του ’20 και του ’30 λεγόταν και «Μαμηχή», όπως μας είπε ο κ. Ιγνάτιος Αγγελινάκης. Παίζεται με ένα κουτί, «τενεκίδι» και «αμάδες», πλακουτσωτές πέτρες. Χαράζουν μια γραμμή στο χώμα και στήνουν στο μέσο της το «τενεκίδι», δηλαδή τον «κούκο». (Μερικές φορές, αντί για γραμμή σχεδιάζουν κύκλο). Σε απόσταση περίπου 10 μέτρων τραβούν μια δεύτερη γραμμή, όπου παρατάσσονται τα παιδιά με τις «αμάδες» στα χέρια, για το λάχνισμα. Πρώτα πρέπει να βγει αυτός που θα «φυλάει τον κούκο». Ρίχνουν τις αμάδες τους στην απέναντι γραμμή και όποιου η αμάδα πέσει μακρύτερα αυτός «θα φυλάει τον κούκο». Οι άλλοι, ανάλογα με τη σειρά που έφεραν, σημαδεύουν το τενεκίδι, με σκοπό να το παρασύρουν μακριά από τη γραμμή. Τη στιγμή που σημαδεύουν, λένε: «Μάμηση στον Κούκο». Αν κάποιος καταφέρει και χτυπήσει τον κούκο, φωνάζει: «Κούκος!» και τρέχει να μαζέψει την αμάδα του. Το ίδιο κάνουν και τα υπόλοιπα παιδιά, που έριξαν μέχρι τότε. Τρέχουν να πιάσουν τις πέτρες τους. Τότε το παιδί που στέκεται δίπλα στο «τενεκίδι», αφού πρώτα το μαζέψει και το στήσει στη θέση του, στρώνει στο κυνήγι τα άλλα παιδιά, που πλησιάζουν, αναζητώντας τις αμάδες τους. Μόλις πιάσει ένα, αυτό πρέπει να τον αντικαταστήσει. Τα παιδιά για να γλιτώσουν πρέπει να περάσουν από την άλλη μεριά της γραμμής.
|