Ρούμπελστίλσχεν

Αδερφών Γκριμμ

Απόδοση από τα Γερμανικά: Μ.Ρεπαπή

                   Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας μυλωνάς που ήταν φτωχός αλλά είχε μια ωραία κόρη. Έτυχε να μιλήσει με τον βασιλιά και για να υπερηφανευτεί, του είπε: «Έχω μια κόρη που ξέρει να υφαίνει άχυρα σε χρυσό».Ο βασιλιάς είπε του μυλωνά: «Αυτή είναι μια τέχνη που μου αρέσει πολύ. Αν η κόρη σου είναι τόσο προκομμένη  όσο μου λες, φέρε την αύριο στο παλάτι μου να την δοκιμάσω». Όταν του έφεραν το κορίτσι, το πήγε σε ένα δωμάτιο γεμάτο με άχυρα, της έδωσε ρόκα και αδράχτι και της είπε : «πιάσε τώρα δουλειά και αν δεν έχεις υφάνει αυτό το άχυρο σε χρυσό μέχρι αύριο το πρωί, θα πρέπει να πεθάνεις».Τότε κλείδωσε ο ίδιος την πόρτα και εκείνη έμεινε μόνη.

                     Το καημένο κοριτσάκι του μυλωνά δεν ήξερε τι να κάνει: Δεν είχε καμιά ιδέα πως ύφαιναν άχυρα σε χρυσό και ο φόβος της όλο και μεγάλωνε ώσπου ξέσπασε σε κλάματα. Τότε ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα μικρό ανθρωπάκι που είπε: « Καλησπέρα δεσποινίς μυλωνά, γιατί κλαίτε τόσο πολύ;». « Αχ » είπε το κοριτσάκι «Πρέπει να υφάνω το άχυρο σε χρυσό, αλλά δεν ξέρω καθόλου πως γίνεται αυτό». «Τι μου δίνεις αν σου τα υφάνω εγώ;» είπε το ανθρωπάκι. «Το κολιέ μου» είπε το κοριτσάκι. Το ανθρωπάκι πήρε το κολιέ, κάθησε στον αργαλειό και σνούρρ, σνούρρ, σνούρρ, τραβώντας τρεις φορές γέμισε το καρούλι. Τότε έβαλε ένα άλλο και σνούρρ, σνούρρ, σνούρ τραβώντας τρεις φορές γέμισε και το δεύτερο έτσι συνέχισε ως το πρωί , που είχαν γεμίσει όλα τα καρούλια με χρυσό.               

                    Με την ανατολή του ηλίου ήρθε ο βασιλιάς και βλέποντας το χρυσό απόρησε και χάρηκε, αλλά η καρδιά του έγινε άπληστη. Τότε είπε να πάνε την κόρη του μυλωνά σ’ ένα άλλο μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα και την διέταξε να τα υφάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας αν ήθελε τη ζωή της. Το κορίτσι ήταν απαρηγόρητο και έκλαιγε. Τότε άνοιξε και πάλι η πόρτα, φάνηκε το ανθρωπάκι και είπε: «Τι μου δίνεις αν σου υφάνω το άχυρο σε χρυσό;». «Το δαχτυλίδι από το δάχτυλό μου» είπε το κορίτσι. Το ανθρωπάκι πήρε το δαχτυλίδι, άρχισε να υφαίνει και ως το πρωί είχε υφάνει όλο το άχυρο σε αστραφτερό χρυσό.

                     Ο βασιλιάς βλέποντάς το ενθουσιάστηκε αλλά ήταν τόσο άπληστος που διέταξε να πάνε το κορίτσι σε ένα ακόμα μεγαλύτερο δωμάτιο γεμάτο άχυρα και είπε: «Αυτά θα πρέπει να τα υφάνεις σήμερα το βράδυ: Αν τα καταφέρεις θα σε κάνω γυναίκα μου.» Είπε μέσα του: «Ας είναι και κόρη μυλωνά, πλουσιότερη γυναίκα δεν θα βρω σε όλη τη γη.»             

                     Όταν έμεινε μόνο το κορίτσι, ήρθε για τρίτη φορά το ανθρωπάκι και είπε: «τι θα μου δώσεις αν σου υφάνω το άχυρο και αυτή τη φορά;» «Δεν έχω τίποτα να σου δώσω» απάντησε το κορίτσι. «Τότε θα μου υποσχεθείς ότι αν γίνεις βασίλισσα θα μου δώσεις το πρώτο σου παιδί.» «Ποιος ξέρει τι θα γίνει τότε….» σκέφτηκε η κόρη του μυλωνά και πάνω στην απελπισία της δεν ήξερε που να βρει αλλού βοήθεια; - Υποσχέθηκε στο ανθρωπάκι αυτό που της ζητούσε, και εκείνο σε αντάλλαγμα ύφανε το άχυρο σε χρυσό. Το πρωί όταν ήρθε ο βασιλιάς και βρήκε όλα όπως είχε επιθυμήσει, την παντρεύτηκε. Έτσι έγινε η ωραία κόρη του μυλωνά βασίλισσα.

                   Τον επόμενο χρόνο γέννησε ένα ωραίο παιδάκι και ούτε καν σκεφτόταν το ανθρωπάκι. Τότε ξαφνικά μπήκε στο δωμάτιό της και είπε: «Δώσε μου αυτό που υποσχέθηκες.» η βασίλισσα τρόμαξε και πρότεινε στο ανθρωπάκι όλα τα πλούτη του βασιλείου αν του άφηνε το παιδί της. Αλλά το ανθρωπάκι είπε: «Όχι, προτιμώ κάτι ζωντανό παρά όλα τα πλούτη του κόσμου». Άρχισε η βασίλισσα να κλαίει τόσο σπαραχτικά που την λυπήθηκε το ανθρωπάκι: «Έχεις τρείς μέρες καιρό» της είπε «αν μάθεις ως τότε το όνομά μου θα κρατήσεις το παιδί σου».Όλη τη νύχτα σκεφτόταν η βασίλισσα όλα τα ονόματα που είχε ποτέ της ακούσει, έστειλε έναν αγγελιοφόρο παντού στη χώρα να μάθει για ό,τι όνομα υπήρχε. Την επόμενη, μέρα όταν ήρθε το ανθρωπάκι, άρχισε με: Κάσπαρ, Μέλχιορ, Μπάλτσερ και όλα τα ονόματα που ήξερε το ένα μετά το άλλο, αλλά μετά από κάθε ένα έλεγε το ανθρωπάκι: «Δεν με λένε έτσι.» Την δεύτερη μέρα έβαλε να ρωτήσουν στη γειτονιά τι ονόματα είχαν οι άνθρωποι και είπε στο ανθρωπάκι τα ποιό παράξενα ονόματα: «Σε λένε ίσως ....Ριππενμπίστ, Χάμμελσβαντε ή Σνούρμπαϊν;» Πάντα απαντούσε: «Δεν με λένε έτσι.» Την Τρίτη μέρα γύρισε ο αγγελιοφόρος και διηγήθηκε: «Καινούργιο όνομα δεν βρήκα ούτε ένα, αλλά περνώντας από ένα ψηλό βουνό, πίσω από ένα δάσος πολύ απόμερα είδα ένα μικρό σπιτάκι που μπροστά του έκαιγε μια φωτιά. Γύρω από τη φωτιά πηδούσε ένα πολύ αστείο ανθρωπάκι, πηδούσε στο ένα πόδι και φώναζε:

 

                    «Σήμερα ψήνω, αύριο φτιάχνω μπύρα

                    Μεθαύριο παίρνω της βασίλισσας το παιδί

                    Αχ, τι καλά που είναι που κανείς δεν ξέρει

                    Πως με λένε Ρουμπελστίλσχεν.»

 

Φαντάζεστε τη χαρά της βασίλισσας όταν άκουσε το όνομα, και όταν ήρθε το ανθρωπάκι και ρώτησε: «Εεεε....Κυρά βασίλισσα πως με λένε;» πρώτα του είπε: «Μήπως σε λένε Κούντς;» «Όχι» «Σε λένε Κούντς;», «Σε λένε ίσως Ρούμπελστιλσχεν;» «Σου το είπε ο διάβολος, σου το είπε ο διάβολος...» ξεφώνησε το ανθρωπάκι, και από την οργή του έμπηξε το πόδι του με τόση μανία στη γη που χώθηκε ολόκληρο μέσα. Τότε άρπαξε από το κακό του το άλλο του πόδι με τα δύο χέρια και ξεσκίστηκε στα δύο.

 

 

 

Επιστροφή