Die Sage von der Macocha

Ο θρύλος της Μακόχα

Απόδοση από τα Γερμανικά:

Λίζα Σκούρτου & Μαρία Θεοδώρου

ΡΟΔΟΣ – ΝΙΣΥΡΟΣ (Απρίλιος 2003)

 

 

 Ο αγρότης σύντομα κατάλαβε ότι στο σπίτι δεν ήταν όλα καλά, αλλά δεν ήθελε να αρχίσει καυγά και ήλπιζε ότι η κατάσταση θα διορθωθεί από μόνη της.

Μια μέρα που πήγε με το μικρότερο γιο στην αγορά της πόλης, η μητριά έμεινε μόνη της με το μικρό Μάρτιν στο σπίτι. Πήγε μαζί του στο δάσος για να μαζέψουν φράουλες. Τότε έφτασαν σε μια βαθιά χαράδρα που στο βάθος της είχε μια λίμνη, η οποία κατά τις φήμες δεν είχε πάτο. Τότε η μητριά σκέφτηκε ένα τέχνασμα. Έστειλε το αγόρι πολύ κοντά στο χείλος του γκρεμού, λέγοντάς του πως, εκεί υπήρχαν θαυμάσιες, ώριμες φράουλες, που έπρεπε να κόψει. Όταν το παιδί έφτασε στην άκρη του γκρεμού, αυτή το έσπρωξε προς τα κάτω και το έβαλε στα πόδια.

Οι τύψεις της όμως δεν την άφηναν σε ησυχία. Γύρισε λοιπόν πίσω και πήδηξε και η ίδια στο γκρεμό.

Όταν ο αγρότης γύρισε στο σπίτι δε βρήκε κανένα. Οι γείτονες τον συμβούλεψαν να πάει στο δάσος, για να ψάξει τη γυναίκα και το παιδί του. Τότε ο ουρανός σκοτείνιασε και ξέσπασε καταιγίδα, όμως μέσα από το μπουμπουνητό, φάνηκε στον αγρότη πως άκουσε ένα κλάμα. Καθώς έσκυβε πάνω από το γκρεμό είδε βαθιά κάτω το μικρό Μάρτιν, που είχε πιαστεί στην κορυφή ενός δέντρου.

Φώναξε τότε και τους γείτονες εκεί και ενωμένοι τράβηξαν το αγόρι προς τα πάνω.

Ολόκληρο το χωριό, έμαθε τι είχε συμβεί και με ποιον θαυματουργό τρόπο είχε σωθεί το αγόρι. Η μητριά όμως δε βρέθηκε ποτέ. Από τότε η χαράδρα ονομάζεται «Μακόχα» και τις μέρες που έχει θύελλα, λέγεται ότι, μπορείς να ακούσεις  το απαρηγόρητο κλάμα της άτυχης γυναίκας.

 

Κοντά στο Jedovnice (Γεντοβνίτσε) βρίσκεται το χωριό Vilemovice (Βιλεμοβίτσε), στο οποίο ζούσε ένας αγρότης. Η γυναίκα του πέθανε και άφησε πίσω του ένα μικρό αγόρι. Ο αγρότης ήταν ακόμα νέος κι έτσι σε λίγο καιρό ξαναπαντρεύτηκε κι έφερε για αγόρι μια μητριά στο σπίτι.

Όταν γεννήθηκε ένα δεύτερο παιδί στην οικογένεια, άρχισαν για το ορφανό δύσκολοι καιροί. Η μητριά ήτανε κακιά μαζί του και ζήλευε, επειδή ο πρωτότοκος θα κληρονομούσε όλο το αγρόκτημα.

 

Επιστροφή