"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ"
 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Καζηλιέρης Μενέλαος (Λέρος 1926)

Ζει στο Κριθώνι της Λέρου. Από μικρός ασχολείται με αγροτικές εργασίες αλλά είναι και πολύ καλός τεχνίτης τοποθέτησης «πατελιάς» στα δώματα των κατοικιών και άλλων σπιτιών του νησιού.

Μπορεί και σήμερα να τον συναντήσει κανείς, καβάλα στο γαϊδουράκι του, μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ΄ αυτί και την τραγιάσκα του γυρτή, καθώς πηγαίνει ή επιστέφει «απ’ όξω»[1].

 Άκουγε παραμύθια και διάφορες ιστορίες από τον προπάππο του Νικόλα Καζηλιέρη, τις ώρες των αγροτικών εργασιών, τα απογεύματα και τα βράδια του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι.

Μας αφηγήθηκε το παραμύθι «Τα γεροντάκια» και την ευτράπελη διήγηση «Οι κόρες».


[1]  «απ’ όξω» ή «εξοχή» ή «’ξωταριά» = Οι αγροτικές, εξοχικές περιοχές των Αλίντων ή της Καμάρας

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Επίκ. Καθηγ.

Πανεπιστημίου Αιγαίου

 κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

21. Τα γεροντάκια. ΑaTh 982: ένας γέροντας πατέρας εγκαταλειμμένος από τα παιδιά του εφευρίσκει το τέχνασμα του υποτιθέμενου δοχείου με χρυσάφι που παρακινεί τα παιδιά του να τον φροντίσουν. Οι σχέσεις γονιών παιδιών, μαζί με τα ειδικότερα θέματα της ευεργετικής επίδρασης της ευχής των γονιών αλλά και εκείνο της αγνωμοσύνης των νεότερων απέναντι στους γηραιότερους απαντώνται σε διαφορετικά είδη του λαϊκού λόγου (παραμύθι, παράδοση, παροιμία).  Στο δημοσιευμένο εδώ υλικό τα θέματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και επαναλαμβάνονται (βλ. την παράδοση για τη χελώνα, την αράχνη, το σκαντζόχοιρο και τη μέλισσα), καθώς οι ηλικιωμένοι αφηγητές φαίνεται ότι έλαβαν υπόψη τους και το ειδικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται (μικροί μαθητές και δάσκαλοι).

 

 

 

 

21. Τα Γεροντάκια

Αφήγηση: Καζηλιέρης Μενέλαος

Καταγραφή: Κονίνης Λεωνίδας (Μαθητής  Ε΄ Τάξης - 2003)

 

άποτε, πολύ παλιά, ήταν δυο γεροντάκια. Ανταμώθηκαν στον καφενέ και άρχισαν να λένε τα δικά τους. Ο ένας ήταν παραπονούμενος για το γιο του, που τον είχε ένα και μονάκριβο.

«Τι έχεις σύντροφε;», τον ρώτησε ο άλλος. «Σε βλέπω λυπημένο. Πες μου τον πόνο σου να ξαλαφρώσεις!» Και άρχισε να του λέει τα πάθη του, πως ζούσε μόνος του και ο γιος του δεν τον ήθελε στο σπίτι του. Τον άκουσε ο φίλος του και είπε:

«Άκου, το λοιπόν και δε θα βγεις χαμένος. Θα κάνεις ένα μεγάλο πουγκί, θα το γεμίσεις με ψεύτικες λίρες, θα κόψεις έναν γκαζοντενεκέ και θα τις κάνεις όσο ένα δίφραγκο και εγώ θα βρω το γιο σου και θα κάνω κουβέντα, ότι πέρασα ένα βράδυ και είχες ένα

 

 

πουγκί πάνω στο σουφρά  κι ένα σωρό με λίρες και τις μετρούσες. Και θα τον πάρω να παρακολουθήσουμε απ’ έξω να δούμε αν αληθεύει!»

 Έτσι κι έγινε. Πήγαν ένα βράδυ και άκουγαν το «τσάκα - τσάκα», το μέτρημα. Βλέπουν από το παράθυρο να μετράει ο γέρος. Τότε ο γιος του πετούσε από τη χαρά του! Την άλλη μέρα  πάει στην παράγκα του πατέρα του και του λέει: «Πατέρα μου, από σήμερα θα ’ρθεις στο σπίτι μου. Μάζεψε τα μπογαλάκια σου και πάμε». Έτσι ο γεροντάκος ζούσε με το γιο του και τη νύφη του. Δεν πίστευε στα μάτια του! Περιποίηση, ζεστασιά, καθαριότητα από τη νύφη και το γιο του! Όμως σκέφτηκε και το φίλο του και κίνησε μια μέρα να πει τα νέα στο σύντροφό του. «Είδες, σύντροφέ μου, τι κάνει το συμφέρον;»

Θέλει να μας πει: «Όταν «έχεις», όλοι σε κοιτάζουν! Αν «δεν έχεις» σε παραπετούν!. Κι ο γεροντάκος μέχρι τα βαθιά γεράματα έζησε ζωή χαρισάμενη.

 

   Επιστροφή