"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ"
 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μπουλαφέντης Μιχάλης (Λέρος 1934)

 

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λέρο. Γιος του γιατρού Γιώργου Μπουλαφέντη και της Καλλιόπης Μπουλαφέντη – Καρλαβά, («Το κυρα-Καλλάκι», όπως τη φώναζαν οι Λεριοί).

Τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο το 1952 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή  Αθηνών, την οποία εγκαταλείπει στο δεύτερο έτος, μετά από σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του. Την ίδια περίοδο παρακολουθεί σαν παρατηρητής τη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν, για να βρεθεί τελικά στο χώρο του εμπορικού ναυτικού, απ’ όπου αποχώρησε, με το βαθμό του υποπλοιάρχου και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Λέρο, το 1968.

«Η ζωή μου, μια περιπέτεια, που όμως μου χάρισε εμπειρίες πολλές», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.

Παραμύθια άκουγε από τη γιαγιά του, την Αρεζίνα Καρλαβά, το γένος Μαρκόπουλου, που οι συμπατριώτες της αποκαλούσαν «Αρεζινιώ». Γεννήθηκε το 1861 και πέθανε σε ηλικία 96 ετών. Ήταν ένα αξιαγάπητο πρόσωπο

της Λέρου, γιατί είχε καλοσύνη μέσα της, την οποία έβγαζε προς τα έξω ανεπιτίδευτα. Αυτήν την καλοσύνη μετέδωσε και στη στερνή της κόρη, την Καλλιόπη, («το Καλλάκι»).

Μας αφηγήθηκε το παραμύθι: «Οι τρεις χρυσές λίρες», το οποίο, όταν ήταν μικρός, ήθελε να ακούει κάθε βράδυ, πριν πέσει για ύπνο, από τη γιαγιά του Αρεζίνα.

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΝΟΥΒΕΛΕΣ

 
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ "Οι τρεις χρυσές λίρες"

(Από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου)

 

 

 

21. Οι τρεις χρυσές λίρες. ΑaΤh 910Β.  Αντιπροσωπευτική παραλλαγή μιας πασίγνωστης ιστορίας με διδακτικό χαρακτήρα.   Στον ελλαδικό χώρο εμφανίζεται ως εξής: ένας υπηρέτης στο τέλος της θητείας του δέχεται από τον αφέντη του αντί για μισθό τρεις συμβουλές.  Συνήθως οι συμβουλές είναι: Μείνε στον ίσιο δρόμο. Μη ρωτάς για ό,τι δε σε μέλλει. Το βραδυνό θυμό κράτα τον για το πουρνό. Θεωρείται ότι η ιστορία εισήχθη στην Ευρώπη από την Ανατολή μέσω των Gesta Romanorum.  Αναφέρει παραλλαγές  από την Περσία ως τη Σικελία.  Το παραμύθι είναι ιδιαίτερα γνωστό στη Δωδεκάνησο (βλ. Λαϊκά Παραμύθια και Παραμυθάδες της Δωδεκανήσου, σ. 170-171).

 

 

21. Οι τρεις χρυσές λίρες

 

Αφήγηση: Μπουλαφέντης Μιχάλης

Καταγραφή: Τάξη  ΣΤ¨ (2002-2003) Δάσκαλος: Σδράκας Λεωνίδας

 

Ήταν, λέει η γιαγιά μου, ένα ανδρόγυνο στην Ανατολή. Μόλις είχαν παντρευτεί και ήθελαν να δουλέψει ο άντρας, για να μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του. Έψαχνε για δουλειά και δουλειά στο χωριό δεν υπήρχε. Εντωμεταξύ, η γυναίκα έμεινε έγκυος, έπρεπε να φάει, πώς θα γεννιόταν το παιδί της!

Πήρε λοιπόν των ομματιών του, να πάει να βρει δουλειά μέσα στην ανατολή. Περπάταγε μέρες τρεις, δε βρήκε κανένα μέρος να σταθεί. Την τέταρτη μέρα βρήκε ένα χωριό, δούλεψε λίγο, πήρε λίγο ψωμί και συνέχισε να περπατά, γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε σιδηρόδρομοι ούτε αυτοκίνητα.

Στις δέκα μέρες, βρέθηκε σ’ ένα πιο μεγάλο κτήμα, όπου πάει και παρακαλετά λέει: «Είμαι πεινασμένος, διψασμένος. Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο ψωμί, λίγο νερό και ’γώ θα σου δουλέψω». Τον κοίταξε ο άνθρωπος, που είχε το κτήμα, του λέει: «Εγώ θα σε κρατήσω».

Τον κράτησε, λοιπόν, άρχισε να δουλεύει αυτός συνειδητά. Πέρασε ένας χρόνος, έτρωγε καλά, εντάξει περνούσε. Αλλά δεν τολμούσε να του πει: «Δώσε μου και μένα κάτι, λεφτά, τι παίρνω;» Πέρασε δεύτερος χρόνος, πέρασε τρίτος χρόνος, τίποτα! Κάποια στιγμή, μετά δέκα ολόκληρα χρόνια, αποφασίζει και λέει: «Αφεντικό, είχα και μια γυναίκα, η οποία θα μ’ έχει ξεχάσει, τώρα πια. Δε νομίζεις, ότι πρέπει να πάω στο σπίτι μου, να δω τη γυναίκα μου, ίσως να έχει γεννήσει, γιατί την άφησα έγκυο, αλλά εγώ έχω την εντύπωση ότι θα μ’ έχει ξεχάσει!». Συγκοινωνία δεν υπάρχει. Τότε δεν υπήρχε. Του λέει: «Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, (τον έλεγε παιδί του), που κάθισες δέκα ολόκληρα χρόνια και μ’ εξυπηρέτησες και με βοήθησες. Ναι, να πας στη γυναίκα σου!» «Πότε θα φύγω, αφεντικό;» «Αύριο!»

Ετοιμάζεται αυτός, οραματίζεται την επιστροφή του πια στο σπίτι του. «Να σε χαιρετήσω, αφεντικό…», ελπίζοντας, ότι θα του ’δινε και κανένα τσερσίτι, κανένα φράγκο, να πάει στη γυναίκα του. Του δίνει, λοιπόν, μια ταραζίκα, ένα δισάκι στην πλάτη και του λέει: «Αυτά τα τρία ψωμιά είναι για το σπίτι σου!» Του δίνει και τρεις λίρες! «Τρεις λίρες για τρία χρόνια;» Δεν είπε, όμως, τίποτα ο άνθρωπος. «Ευχαριστώ…», τον φίλησε, την ώρα που κάνει πέντε βήματα, του λέει: «Έλα εδώ!» Γυρίζει πίσω, «Τι ’ναι, αφεντικό;» «Δώσε μου τη μια χρυσή λίρα!» Βγάζει ο άνθρωπος, του τη δίνει:

«Απ’ τον παλιό δρόμο που ’ρθες, απ’ τον παλιό δρόμο θα πας!»

«Ευχαριστώ, αφεντικό!», φιληθήκαν ξανά… «Αντίο, αντίο!...»

Μόλις κάνει  δέκα βήματα, να ξαναφύγει, του λέει: «Έλα δω! Δώσ’ μου την άλλη λίρα!» Βγάζει αυτός την άλλη λίρα, του τη δίνει.

«Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην έχεις!».

«Ε, φιληθήκαν ξανά!... Ξανά τον φώναξε, του λέει: «Δώσ’ μου και την άλλη λίρα!».

«Υπομονή βασιλεύει», του λέει.

 Του πήρε τις λίρες και αυτός μ ένα δισάκι βαρύ στον ώμο, φεύγει, δεν είπε τίποτα. Στα μισά του δρόμου βλέπει ένα καινούριο δρόμο, που έλεγε πως πάει για το χωριό του. Πήγε να περάσει τον καινούριο δρόμο αλλά θυμήθηκε:

«Από τον παλιό δρόμο που ’ρθες, από τον παλιό δρόμο να πας»

και δεν πήγε απ’ τον καινούριο. Αλλά όπως ήτανε έτσι, γωνία, πέρασε τον παλιό το δρόμο, γυρίζει και βλέπει στη γωνία ένα σπίτι φτιαγμένο από κεφάλια ανθρώπινα! Εκείνη τη στιγμή συναντάει κάποιον και κάνει να τον ρωτήσει: «Τι είναι αυτό;» Αμέσως θυμάται την άλλη συμβουλή, που του ’δωσε το αφεντικό του:    

«Τα μη σε μέλει μη ρωτάς, ποτέ  κακό μην έχεις!»

Και απεδείχθη ότι, αυτός ο κύριος καθόταν εκεί και όποιον ρωτούσε του’ κοβε το κεφάλι και έχτιζε το σπίτι! Τραγικά, φανταστικά πράγματα!

            Περπάτησε, περπάτησε, μέρες δέκα! Ε, κάποτε, φτάνει ένα βράδυ στο χωριό του! Λέει: «Για να κοιτάξω, για να κοιτάξω!». Από την κλειδαρότρυπα, λοιπόν, βλέπει τη γυναίκα του και έχει ένα αγόρι, άντρα – δεν είδε (καλά) από την κλειδαρότρυπα, αμέσως ανάβουν τα αίματά του και λέει: «Η γυναίκα μου! Εγώ ταλαιπωρούμουνα δέκα ολόκληρα χρόνια και η γυναίκα μου με απατάει με άλλον άντρα;»

            Βγάζει, λοιπόν, το περίστροφο, εκείνο το παλιό με το μπαρούτι, για να ρίξει και την ώρα που βγάζει το περίστροφο, αμέσως του ’ρχεται στο μυαλό η τρίτη λίρα που έδωσε, που του ’πε:

«Η υπομονή βασιλεύει!»

Το βάζει, λοιπόν, στη θέση του, χτυπά την πόρτα: «Άντρα μου! Άντρα μου!», η γυναίκα του!     Αγκαλιές, φιλιά! «Δες ένα γιο που ’χεις!» και έμεινε τότε με ανοιχτό το στόμα, γιατί το παιδί που ’χε στην αγκαλιά της, ήταν ένα παιδί εννιά χρονών, μεγάλο πια και λέει: «Να σας πω τον πόνο μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια δούλευα σ’ έναν πολύ τίμιο άνθρωπο αλλά μου ’δωσε τρία χρυσά φλουριά κι ύστερα μου τα πήρε για νου μου δώσει τρεις συμβουλές, που μ’ έσωσαν, μέχρι να ’ρθω να σας βρω. Το μόνο που μου ’πε, τα τρία ψωμιά που έχω στην πλάτη μου, στο δισάκι, να τα φάω μαζί σας».

Κάνει να ανοίξει το πρώτο δέμα, «φρρρρ….!», οι λίρες μέσα στα ψωμιά!. Κάνει να ανοίξει το δεύτερο, «φρρρρ….!», οι λίρες,! Κάνει να ανοίξει το τρίτο, γεμάτο κι αυτό φλουριά χρυσά. Το αφεντικό του, του τα ’βαζε στην άκρη και του τα μάζευε, για να ’χει, όταν θα φύγει, μια περιουσία. Και μ’ αυτό το τέλος μας δείχνει ότι, όλα ήρθαν καλά.

   Επιστροφή