ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

"Λαϊκά παραμύθια και παραμυθάδες της Λέρου"

 Σχολικό 'Ετος

2003-2004

Νταλόγλου - Αγγελινάκη  Σταυρούλα (Λέρος  1949)

Γεννήθηκε στη Λέρο το 1949. Λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης, βρέθηκε από μικρή στον Πειραιά, όπου μεγάλωσε σε μια από τις όμορφες γειτονιές του.

Παντρεύτηκε τον κ.  Νικόλα Νταλόγλου, που για πολλά χρόνια είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λερίων «Η Παναγιά του Κάστρου».

Μας αφηγήθηκε το παραμύθι «Το Κουτρουλάκι» και την ιστορία «Η δεκαοχτούρα». Έχει τέσσερα εγγόνια. Συχνά αφηγείται παραμύθια στη δεύτερή της εγγονή, Σταυρούλα Τσιότσιου, μαθήτρια σήμερα Α΄τάξης του Σχολείου μας.

 «Το Κουτρουλάκι», μας το’ λεγε η γιαγιά μου η Ειρήνη, η γυναίκα του Αστροπαλίτη, που τη λέγανε «το Ρηνώ της Φράγκας της Χιώτισσας (από ’κει καταγόταν η μητέρα της), γύρω στο 1955-1956. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει αυτή η ιστορία. Οι περισσότερες γιαγιάδες εδώ στη Λέρο ξέρουν αυτό το παραμύθι με το «Κουτρουλάκι». Βέβαια, από στόμα σε στόμα είχε διαφορές και παραλλαγές και απ’ ότι κατάλαβα, τώρα που έγινα κι εγώ γιαγιά, μας λέγανε και πράγματα, για να μας συνετίσουν και να μας κάνουν «καλά παιδιά». Από πού είχε βγει το όνομα «Κουτρουλάκι», κανείς δεν ήξερε. Ούτε η γιαγιά μου ήξερε να μας πει, τι όνομα ήταν αυτό και από τι είχε βγει. Βέβαια το παραμύθι αυτό κράταγε και ένα και δυο απογεύματα, δίπλα στο μαγκάλι, που μας μάζευε η γιαγιά. Είχε και άλλες περιπέτειες το «Κουτρουλάκι», γιατί συνέχιζε να είναι άτακτο και να μην ακούει τους γονείς του. Αλλά τις υπόλοιπες ιστορίες τις έβγαζε η γιαγιά μάλλον από το μυαλό της, για να μας συνετίζει, να μην κάνουμε αταξίες και ν’ ακούμε τους γονείς μας».

 

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΡΑΜΥΘΙ  από την

Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ.Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

19. Το Κουτρουλάκι ΑaTh  327C.  Το επεισόδιο με τα παιδιά-κουκιά (από το ΑaTh
700)  που αποκτούν οι δύο γέροι, φαίνεται να έχει καθιερωθεί στο χώρο της
Δωδεκανήσου ως εισαγωγή του ΑΤ 327C.  Το παραμύθι αυτό είναι ιδιαίτερα
δημοφιλές στη Δωδεκάνησο, όπου επίσης συνηθίζεται και το όνομα Κουτρουλάκι
για το μικροσκοπικό ήρωα.
Το θηλυκό ανθρωποφάγο ον με το οποίο αναμετριέται ο ήρωας είναι συνήθως μια
γριά (μάγισσα ή δράκαινα) ενώ άλλοτε (αναφορά στην τσιγγάνα), αντανακλά
κοινωνικά στερεότυπα για όσους θεωρούνταν διαφορετικοί σε μια τοπική
κοινωνία. 

 

 

18α. Το Κουτρουλάκι

 

Αφήγηση: Νταλόγλου Σταυρούλα (Αγγελινάκη)

Καταγραφή: Νταλόγλου Νικόλας (Άνοιξη 2003) 

 

ια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας γέρος και μια γριά, που δεν είχαν παιδάκια. Το βράδυ, όταν τελείωνε ο γέρος τις δουλειές στα χωράφια και στα περιβόλια και η γυναίκα του τις δουλειές του σπιτιού, μαζεύονταν στο σπίτι, γύρω από το μαγκάλι. Το μόνο παράπονό τους ήταν, που δεν είχαν ένα παιδάκι.

            Κάθε βράδυ η γριά έλεγε του γέρου: «Αχ, γέρο μου, να είχαμε ένα παιδάκι, να ήταν τώρα κοντά μας, να μας έκανε συντροφιά. Να σε βοήθαγε και στις δουλειές του περιβολιού και στο χωράφι». Αυτό γινόταν κάθε βράδυ. Ήταν το μόνο παράπονο που είχαν από τη ζωή τους.

            Ένα βράδυ, έλεγε η γριά πάλι το παράπονό της και προσευχόταν στο Θεό, να τους χαρίσει ένα παιδάκι. Ξαφνικά παρουσιάζεται μια νεράιδα: «Άκουσα, γριά, το παράπονό σου και θέλω να σε βοηθήσω. Θα πάρεις αυτό το κουκί, θα το φυτέψεις σε μια γλάστρα και θα βγει μια κουκιά. Κάθε μέρα θα την ποτίζεις, θα τη χαϊδεύεις, θα της μιλάς. Θα της δείχνεις όλη σου την αγάπη. Τότε μόνο θα μεγαλώσει, όταν την αγαπάς και την προσέχεις. Κι όταν μεγαλώσει η κουκιά, θα βγάλει πάνω στην κορυφή ένα κουκί. Θα ανοίξεις το κουκί και τότε, ίσως πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου.

            Η γριά, πράγματι, παίρνει το κουκί και το φυτεύει σε μια γλάστρα. Όταν φύτρωσε η κουκιά, την πότιζε, την έβγαζε στο παραθύρι να λιάζεται, χάιδευε τα φύλλα της, της μίλαγε και σιγά, σιγά η κουκιά άρχιζε να μεγαλώνει. Όταν μεγάλωσε αρκετά, έβγαλε στην κορυφή της ένα κουκί. Μόλις το βλέπει η γριά, λέει στο γέρο της: «Γέρο, γέρο, η  κουκιά μας έβγαλε το κουκί, όπως μας είπε η καλή μας η νεράιδα. Για, να το ανοίξουμε, να δούμε τι έχει μέσα». Πράγματι, ανοίγει το κουκί και βλέπει μέσα ένα μικρό, μα πάρα πολύ μικρό παιδάκι. Τη χαρά τους δεν μπορούσε κανείς να την περιγράψει. Το πήρε, έραψε ρουχαλάκια και το έντυσε. Ευχαρίστησε το Θεό και την καλή νεράιδα, για τη χαρά που τους έδωσε και το ονόμασαν «Κουτρουλάκι».

            Το Κουτρουλάκι σιγά, σιγά μεγάλωνε. Δεν ενδιέφερε τη γριά, που δε θα γινόταν σαν όλα τ’ άλλα τα παιδάκια σε μπόι, σε ύψος. Την ενδιέφερε, ότι είχαν ένα πλασματάκι, τόσο δα μικρό, μέσα στο σπίτι τους και τους έκανε συντροφιά.

            Το Κουτρουλάκι μεγάλωνε, μεγάλωνε και γινόταν άτακτο και ζωηρό παιδάκι. Ο γέρος και η γριά δεν του χαλούσαν ποτέ χατίρι, γιατί ήταν το θέλημά τους και η παρηγοριά στα γεράματά τους.

            Όταν μεγάλωσε αρκετά το Κουτρουλάκι, άρχισε να το παίρνει μαζί του ο γέρος στα περιβόλια και στα χωράφια. Μια μέρα, πήγαν και μάζεψαν από το περιβόλι τα μήλα. Του λέει: «Κουτρουλάκι, θ’ ανέβεις πάνω στη μηλιά και δε θα κατέβεις ό,τι κι αν γίνει. Εγώ θα πάω στο χωριό, να φέρω τα ζώα, να φορτώσουμε τα μήλα και να πάμε να τα πουλήσουμε. «Ναι», λέει το Κουτρουλάκι. Το ανεβάζει πάνω στη μηλιά και φεύγει ο γέρος, να πάει να φέρει τα ζώα και το κάρο.

            Σε μια στιγμή, εκεί που καθόταν το Κουτρουλάκι, να και παρουσιάζεται μια γριά στρίγγλα. Βλέπει το Κουτρουλάκι: «Τι καλός μεζές θα ήταν αυτός! Αλλά πώς θα τον κατεβάσω από τη μηλιά, που είμαι γριά και δεν μπορώ να το πιάσω;». Στέκεται κάτω από τη μηλιά και του λέει:

«Κουτρουλάκι, Κουτρουλάκι, δός μου ένα μηλαράκι.

Το πιο άσχημο, το πιο ώριμο, το πιο μαραντζασμένο».

Το Κουτρουλάκι την ακούει πάνω από τη μηλιά και της απαντάει:

«Δε σου δίνω, δε σου δίνω,

γιατί ο μπαμπάς μου τα ’χει μαζεμένα,

στο καλάθι μετρημένα».

«Έλα, Κουτρουλάκι μου», του λέει η γριά, «δο μου ένα μηλαράκι. Τι σου ζητώ η καημένη, ένα μηλαράκι». Το Κουτρουλάκι της απαντάει πάλι τα ίδια. Αυτό γίνεται για κάμποση ώρα. Στο τέλος, της πετάει ένα μήλο πάνω από τη μηλιά. Του λέει η γριά: «Αχ, Κουτρουλάκι μου, πού πήγε, δεν το βλέπω. Μπερδεύτηκε μες στα χόρτα και δεν μπορώ να το βρω. Σε παρακαλώ, κατέβα από τη μηλιά, να μου το βρεις».

 

 Το Κουτρουλάκι παράκουσε την εντολή του πατέρα του, που του είπε, να μην κατέβει από τη μηλιά ό,τι και να γίνει και κατεβαίνει κάτω, να βρει το μήλο. Μόλις κατεβαίνει κάτω, το αρπάζει η γριά, το βάζει μέσα στην ποδιά της και τρέχει, να πάει στο σπίτι της, όπου ζούσε με την αδερφή της, που ήταν κι αυτή στρίγγλα.

            Μόλις φτάνει στο σπίτι, γεμάτη χαρά, λέει της αδερφής της: «Αδερφή, ετοίμασε το φούρνο, άναψέ τον και έφερα έναν πολύ ωραίο μεζέ, για να φάμε».

            Βάζει η γριά τα ξύλα, γρήγορα, μέσα στη στόφα[1] κι ανάβει το φούρνο και της λέει: «Πήγαινε στην αποθήκη, να φέρεις πατατούλες, να μην το φάμε σκέτο. Να έχει και καμιά πατατούλα το φαγητό».

            Φεύγει η γριά, να πάει να φέρει τις πατάτες από την αποθήκη. Το Κουτρουλάκι κατάλαβε, ότι είχε φτάσει το τέλος του. Λέει, σε μια στιγμή, της γριάς: «Γριά, ο φούρνος δεν ανάβει. Τα ξύλα δεν πήρανε φωτιά. Για σκύψε, να δεις τι γίνεται». Πράγματι, σκύβει η γριά, να δει το φούρνο. Της δίνει μια σπρωξιά, το Κουτρουλάκι, τη χώνει μέσα στο φούρνο, κλείνει τη στόφα. Πού να κρυφτεί, πού να κρυφτεί; Τρέχει, σκαρφαλώνει από δω, σκαρφαλώνει από ’κει κι ανεβαίνει επάνω στη λάμπα και καθόταν.

            Σε λίγο, να και γυρίζει η γριά από την αποθήκη, με τις πατάτες. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, πουθενά η αδερφή της. Λέει στο Κουτρουλάκι: «Πού είναι η αδερφή μου;» «Έφυγε», της λέει. «Κι εσύ πώς ανέβηκες εκεί πάνω;» «Εγώ, να! Έβαλα ξύλα, το ένα πάνω στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο, έκανα μια θημωνιά, σκαρφάλωσα κι ανέβηκα πάνω στη λάμπα». «Κατέβα κάτω», του λέει. «Δε γίνεται. Δεν μπορώ να κατέβω, γιατί τα ξύλα φύγανε, πέσανε τα ξύλα. Εγώ είμαι πάρα πολύ μικρό, δεν μπορώ να πηδήξω από τη λάμπα, να κατέβω.

            Τότε η γριά αρχίζει και βάζει ξύλα, το ένα πάνω στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο, για ν’ ανέβει να φτάσει το Κουτρουλάκι. Μόλις ανέβηκε πάνω στη θημωνιά, γλιστράνε τα ξύλα, πέφτουν κάτω, πέφτει κι η γριά και σκοτώνεται.

            Μόλις βλέπει το Κουτρουλάκι , ότι η γριά πέθανε, δίνει ένα σάλτο πάνω από τη λάμπα, ανοίγει την πόρτα και παίρνει δρόμο!

            Εντωμεταξύ, ο πατέρας του πήγε με τα ζώα στο περιβόλι, να πάρει τα μήλα και το Κουτρουλάκι. Δεν το βρίσκει πουθενά. Έψαχνε από δω, έψαχνε από κει, έψαχνε παρά κει, πουθενά το Κουτρουλάκι.

            Πάει στη γριά του: «Άχου, γριά μου, τι έπαθα! Χάσαμε το Κουτρουλάκι μας. Χάσαμε το παιδάκι μας. Χάσαμε τη συντροφιά μας, την παρηγοριά που θα ’χαμε στα γεράματά μας.

            Ξεσηκώθηκε όλο το χωριό. Έψαχνε από δω, έψαχνε από κει, στο ποτάμι, στα πηγάδια, στα χωράφια, πού να βρούνε το Κουτρουλάκι! Βλέπεις, ήτανε και τόσο δα μικρό, που ’τανε δύσκολο.

            Τ’ απόγευμα, που  βράδιασε κι έπεσε ο ήλιος, να και παρουσιάζεται το Κουτρουλάκι. Μόλις το είδαν ο γέρος κι η γριά, αναπήδησαν από τη χαρά τους: «Πού ήσουνα, παιδάκι μου; Πού ήσουν, Κουτρουλάκι μου; Πού ήσουνα παρηγοριά μου;» έλεγε η γριά και το αγκάλιαζε με δάκρυα στα μάτια.

            Το Κουτρουλάκι κάθισε και τους εξιστόρησε όλη την ιστορία, το τι έπαθε με τις γριές τις στρίγκλες. Από τότε, πήρανε στο σπίτι το Κουτρουλάκι και υποσχέθηκε στους γονείς του ότι, θα είναι υπάκουο. Δεν θα παραβαίνει τις εντολές του πατέρα του. Θα ακούει τι του λέει. Δε θα ξεμακραίνει και δε θα μιλάει με άγνωστους και θα είναι πάρα πολύ καλό παιδί από τότε.

            Έτσι, ο γέρος κι η γριά μαζί με το Κουτρουλάκι έζησαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, μέχρι τα βαθιά γεράματά τους, έχοντας ένα παιδάκι, που τους αγαπούσε και το αγαπούσαν και ήτανε πάρα πολύ φρόνιμο και πάρα πολύ ήσυχο.


[1] στόφα: Ο χώρος όπου άναβαν τα ξύλα στη μαγειρική εστία

Επιστροφή