ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

"Λαϊκά παραμύθια και παραμυθάδες της Λέρου"

 Σχολικό 'Ετος

2003-2004

Χριστοδούλου Ειρήνη   (Κάλυμνος,  1926)

 

Κόρη του Μιχάλη και της Μαρίας Χριστοδούλου. Φοίτησε στο ελληνικό και ιταλικό σχολείο της εποχής εκείνης.

Ζει στη Λέρο και μένει στην Αγία Βαρβάρα. Τα παραμύθια που γνωρίζει τα έμαθε από τη γιαγιά και τη μητέρα της.

Τα βράδια, που «’ποσπερίζανε», μαζεύονταν όλη η οικογένεια, γονείς, αδέρφια αλλά και γείτονες και γειτονόπουλα, μετά το παιχνίδι, στην αυλή του σπιτιού ή στις πεζούλες, έξω στο δρόμο και εκεί άκουγαν τα παραμύθια και τις διάφορες ιστορίες από το στόμα της γιαγιάς της ή της μητέρας της.

Μας αφηγήθηκε το παρμύθι: «Η ευχή της Μάνας».

 

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΡΑΜΥΘΙ  

από την

Επίκ. Καθηγ.

Πανεπιστημίου Αιγαίου

κ.Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

Στο σώμα των παραδόσεων της Λέρου περιλαμβάνονται και δύο όμορφες αιτιολογικές παραδόσεις για τη δεκαοχτούρα (βλ. και Πολίτη, Παραδόσεις, Α΄, αρ. 344-346) και για τη χελώνα, την αράχνη, το σκαντζόχοιρο και τη μέλισσα («Η ευχή της μάνας», βλ. και Πολίτη, Παραδόσεις, Α΄, αρ. 351) που τελειώνει και με τη σχετική παροιμία «ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα». Ο συμβουλευτικός τόνος της δεύτερης διήγησης αποκτά εδώ βαρύνουσα σημασία αν λάβουμε υπόψη και το ακροατήριο των ηλικιωμένων αφηγητών, που είναι δάσκαλοι και μαθητές.

 

 

 

32. Η ευχή της μάνας

 

Αφήγηση: Χριστοδούλου  Ειρήνη   

Καταγραφή: Αποστολάκη Βασιλεία (Μαθήτρια  Ε΄ Τάξης - Ιανουάριος 2003)

 

ια φορά κι έναν καιρό, στο νησί μας, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν  αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους, για να τα ζήσει, δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά. Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση και από την ταλαιπωρία, αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει και έπεσε στο κρεβάτι πολύ βαριά! Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά και ανησύχησαν. Πήγε το πρωί μία γειτόνισσα, για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλεία και την βρήκε στο κρεβάτι πολύ άρρωστη.

—Έλα γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που την χρειάζομαι!

Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη και τις λέει να πάει στην μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να πάει, γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη. 

— Δεν μπορώ να πάω να την δω γιατί πλένω.

Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι, η κόρη σου δεν μπορεί να έρθει, γιατί έχει τα ρούχα μέσα στην σκάφη και πλένει, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και της είπε:  

—  Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή!  

Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα! Τότε έστειλε την γειτόνισσα στην δεύτερη κόρη. Και αύτη όμως βρήκε δικαιολογία, ότι ύφαινε.

—  Δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω στον αργαλειό το νήμα!   

Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και την καταράστηκε.    

—  Άντε, κόρη μου, να υφαίνεις μέρα νύχτα και σταματημό να μην έχεις! Να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν παντού!   

Κι από τότε έγινε η αράχνη!

Μετά την έστειλε στον γιο της, μα κι εκείνος αρνήθηκε.   

—  Πες της μάνας μου ότι, δεν μπορώ να έρθω, γιατί βάζω στους τοίχους αστυβές[1], για να μην μου τα χαλούν.  

Τότε η μάνα αναστέναξε πάλι και του είπε:    

—Να έχεις την κατάρα μου και οι αστυβές να γίνουν αγκάθια στο σώμα σου και να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα! Από τότε έγινε ο σκαντζόχοιρος!

Τότε θυμήθηκε τη μικρή της κόρη και η γειτόνισσα πήγε και σ’ αυτή. Όταν είδε την γειτόνισσα, τόσο πρωί να πηγαίνει στο σπίτι της, απόρησε!  

—  Καλώς την, της είπε. Πώς είναι και ήρθες τέτοια ώρα; 

 


 


[1] αστυβές: άγριοι θάμνοι με σκληρά αγκάθια

 

Και η γειτόνισσα, της είπε ότι την γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη της εκείνη τη στιγμή ζύμωνε και είχε το ζυμάρι μέσα στην σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι όπως ήταν, με τη ζύμη στα χέρια, έτρεξε στην μάνα της! Ούτε που ήθελε να πλυθεί, για πιο γρήγορα! Όταν την είδε η μάνα της, της λέει: 

—  Γιατί, κόρη μου, είναι τα χέρια σου με τις ζύμες;  

—  Ζύμωνα μάνα και έτρεξα να δω τι έχεις.  

Τότε η μάνα της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της λέει:  

—  Να έχεις την ευχή μου, κόρη μου. Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια, να είσαι χρήσιμη στον κόσμο! Να φέρνεις τη γλυκασιά και το ζυμάρι, που είναι στα χέρια σου, να γίνεται κερί, να είναι χρήσιμο για τις εκκλησίες και χωρίς εσένα και το κερί σου να μην μπορεί να λειτουργήσει ο παπάς!   

Έτσι έγινε η μέλισσα!   

Γι’ αυτό και η παροιμία λέει:  «Ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα.»

 

Επιστροφή