ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

"Λαϊκά παραμύθια και παραμυθάδες της Λέρου"

 Σχολικό 'Ετος

2003-2004

Φλούρος Αντώνης     (Λέρος,  1942)

 

Γιος του Κυριάκου και της Άννας Φλούρου. Μένει στα Σπήλια. Το επάγγελμά του είναι ηλεκτρολόγος.

Φοίτησε στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο της Αγίας Μαρίνας («Μαλαχίειο»).

Εκείνα τα χρόνια, που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν και έλεγαν διάφορες ιστορίες από τον πόλεμο, παραμύθια και πολλές φορές τραγουδούσαν.

 

Το παραμύθι «Οι σαράντα δράκοι», που αφηγήθηκε στην εγγονή του Ειρήνη Φλούρου, το άκουσε από τη γιαγιά του, όταν ήταν μαθητής του Δημοτικού, στα τέλη της δεκαετίας του ’40.

 

 

ΣΧΟΛΙΑ από την Επίκ. Καθηγ.

Πανεπιστημίου Αιγαίου

κ.Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

15. Οι σαράντα δράκοι (αφήγηση: Αντώνης Φλούρος). ΑaTh 676.  Απλουστευμένη παραλλαγή ενός ευρύτατα διαδεδομένου στην Ανατολική Μεσόγειο παραμυθιού που είναι ιδιαίτερα γνωστό μέσα από τις λαϊκές εκδόσεις της αραβικής ιστορίας του Αλί Μπαμπά (από τις Χίλιες και Μία Νύχτες).  Οι ήρωες είναι αυτή τη φορά παιδιά (δείγμα της «αποπαίδωσης» του παραμυθιού), ενώ από τη σπηλιά των 40 δράκων λείπουν οι μυθικοί θησαυροί που έχουν αντικατασταθεί από τα ρεαλιστικότερα θηράματα. 

Η μαγική φράση για την είσοδο των δράκων στη σπηλιά είναι εδώ «Άνοιξε κούτσουρα».  Στην ελληνική παράδοση δεν χρησιμοποιείται πάντως η γνωστή από την ιστορία του Αλί Μπαμπά φράση «Άνοιξε σουσάμι» αλλά φαίνεται να επικρατεί η φράση «Άνοιξε κουδουμουντού» (για την προέλευσή της βλ. Παραμύθι και Αφήγηση στην Ελλάδα, σ.  225-226 ). 

Από την παραλλαγή μας παραλείπεται ο ΑaTh 954 – η συνηθισμένη προέκταση του ΑaTh 676 – που αποτελεί μια ρεαλιστική ιστορία κλεφτών.

 

 

15. Οι σαράντα δράκοι

 

Αφήγηση: Φλούρος Αντώνης

Καταγραφή: Φλούρου Ειρήνη (Μαθήτρια ΣΤ΄ Τάξης -   Μάρτιος 2003)

 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σαράντα δράκοι και έμεναν σε μια πελώρια σπηλιά, κάτω απ΄ τη γη. Στην είσοδο, αντί για πόρτα υπήρχε ένας μεγάλος κούτσουρας[1] και όταν έρχονταν οι δράκοι απ’ το κυνήγι φώναζαν: «Άνοιξε, κούτσουρα» και ο κούτσουρας άνοιγε και οι δράκοι έμπαιναν στη σπηλιά και κατέβαιναν κάτω στη γη από μια πέτρινη σκάλα και πήγαιναν στα διαμερίσματα τους να ξεκουραστούν. Όλη τη μέρα οι δράκοι κοιμόντουσαν και όταν νύχτωνε, έβγαιναν για να βρουν τροφή, άρπαζαν ό,τι έβρισκαν (κατσίκια, κότες, κ.λ.π.). Για να βγουν έξω απ’ τη σπηλιά φώναζαν στον κούτσουρα: «Άνοιξε, κούτσουρα» και για να κλείσουν, ο τελευταίος φώναζε: «Κλείσε κούτσουρα». Κανείς μα κανείς δεν τους είχε αντιληφθεί!

Ώσπου, τρία αδέλφια, κάποια μέρα, ενώ έπαιζαν κρυφτό, απομακρύνθηκαν από τη γειτονιά τους και έχασαν τον προσανατολισμό τους. Αφού νύχτωσε, άρχισαν να φοβούνται και να κλαίνε. Βρήκαν μια μικρή σπηλιά κι έκατσαν αγκαλιασμένα να ζεσταθούν, γιατί είχε νυχτώσει πολύ και έκανε πολύ κρύο.

Η σπηλιά, που είχαν κρυφτεί τα παιδιά, ήταν κοντά στη σπηλιά των δράκων και τα παιδιά είδαν τους δράκους να φωνάζουν: «Άνοιξε, κούτσουρα» και αφού μπήκαν όλοι μέσα, άρχισαν να φωνάζουν: «Κλείσε κούτσουρα». Αφού ξημέρωσε, τα παιδιά συμφώνησαν να πάνε και το άλλο βράδυ να παρακολουθήσουν.

            Αφού νύχτωσε, είδαν πάλι τους δράκους να φεύγουν, για να βρουν τροφή. Αφού έφυγαν τα παιδιά, πήγαν κοντά στη σπηλιά και φώναξαν στην είσοδο: «Άνοιξε, κούτσουρα» και ο κούτσουρας άνοιξε. Μπήκαν μέσα, κατέβηκαν την πέτρινη σκάλα και είδαν στη μεγάλη αίθουσα


[1] = κορμός δέντρου

 

κρεμασμένα τσιγκέλια με θηράματα. Δεν πρόλαβαν τα παιδιά να ψάξουν και να δουν τίποτε άλλο, γιατί άκουσαν τη φωνή των δράκων, που επέστρεψαν.

Αυτά, απ΄ το φόβο τους, άρχισαν να τρέχουν και το ένα κρύφτηκε κάτω απ΄ το τραπέζι ενώ τα άλλα δύο κάτω από μια σκάφη. Οι δράκοι, άρχισαν να τρώνε τα θηράματά τους, ενώ ένας απ΄ αυτούς, μυρίζοντας τον αέρα, είπε: «Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!» Τα αδέρφια πάγωσαν από το φόβο τους! Ευτυχώς, οι υπόλοιποι τριάντα εννιά δράκοι είπαν, ότι εδώ δε μυρίζουν κάτι τέτοιο.

Αφού έφαγαν οι δράκοι, απομακρύνθηκαν στα διαμερίσματά τους να ξεκουραστούν. Τα αδέρφια σιγουρεύτηκαν, ότι οι δράκοι κοιμήθηκαν (αφού ακούγονταν τα ροχαλητά τους, λες και η γη άνοιγε) και βγήκαν έξω φωνάζοντας: «Άνοιξε, κούτσουρα» και βγαίνοντας πάλι φώναξαν : «Κλείσε κούτσουρα».

             Οι γονείς ανησύχησαν και έψαξαν τα παιδιά τους, αφού νόμιζαν πως είχαν χαθεί και δεν θα τα ξανάβλεπαν. Τα παιδιά διηγήθηκαν την ιστορία τους στους γονείς τους, αλλά παρόλ’ αυτά, έφαγαν και ένα χέρι ξύλο, για να μην το ξανακάνουν.  Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

(Αυτό το παραμύθι μου το είπε ο παππούς μου, που σήμερα είναι 61 χρονών.             Του το είχε πει ο παππούς του.)                  Ειρήνη Φλούρου  ΣΤ΄ τάξη

Επιστροφή