"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ" |
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Αγγελίδου Ερασμία – Μαρία Γεννήθηκε στην Αίγυπτο από γονείς Λεριούς, με βαθιές λέρικες, προγονικές ρίζες. Ήρθε πολύ μικρή στη Λέρο. Μέσα από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, από παιδί, μάθαινε πολλά πολλά παραμύθια και ιστορίες και την τοπική παράδοση. Μ’ αυτές τις ευαισθησίες της μετέτρεψε το σπίτι της, παλιό αρχοντικό, σε «Μουσειακό – Λαογραφικό Εκθετήριο» και το λειτούργησε για τρία χρόνια, με άριστες εντυπώσεις των επισκεπτών και των φορέων του νησιού. Ασχολείται πολλά χρόνια με τη Λαογραφία. Εργασίες της δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα «ΛΕΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» και στο Λογοτεχνικό-Λαογραφικό-Ιστορικό περιοδικό «ΕΚΦΡΑΣΗ», του Λεριού λογοτέχνη Στάθη Αρμενιάκου. Μας αφηγήθηκε τα παραμύθια με ζώα: «Ο γάδαρος και το βόδι» και «Ο κάβουρας και τα καβουράκια του».
|
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ(Από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου) 1. Ο γάιδαρος και το βόδι (Μαρία – Ερασμία Αγγελίδου): AaTh 207A. Όμορφα ειπωμένη παραλλαγή του γνωστού μύθου που συνδυάζεται και με γνωστή παροιμία (παροιμιόμυθος). Ο Μέγας στον Κατάλογό του παραθέτει 38 μέχρι τότε καταγραμμένες παραλλαγές. |
Α. ΜΥΘΟΙ ΖΩΩΝ 1. Ο γάιδαρος και το βόδι Αφήγηση: Αγγελίδου Μαρία-Ερασμία (Στην Τάξη Β2, με δασκάλα την Κορφιά Πολυξένη - 7 Απριλίου 2003)
Κάποτε, ήταν ένας γάιδαρος κι ένα βόδι. Εκείνα τα παλιά χρόνια, τα ζωντανά μιλούσαν, τώρα δε μιλάνε! Ένα βράδυ, εκεί που κάθονταν στο στάβλο, έπιασαν κουβέντα. Λέει ο γάιδαρος στο βόδι: «Βόδι, άκουσε εμένα που σου μιλώ. Εγώ είμαι δάσκαλος, ξέρω πολλά. Αύριο που θά ’ρθει το αφεντικό να σε πάρει για ζευγάρι, να του κάνεις το ζαβλακωμένο, το άρρωστο. Μη φας ’πόψε το φαΐ σου, για να σ’ έβρει αποκαμωμένο ο γεωργός και να μη σε πάρει στη δουλειά». Το βόδι, που δεν είναι καθόλου έξυπνο, γι’ αυτό το λένε και «βόδι» και πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε, άκουσε το γάιδαρο. Ήκατσε σ’ ένα καντούνι κι ’κανένε το άρρωστο. Έκλεισε τα μάτια του, κατέβασε την κεφάλα του και δε μιλούσε. Την άλλη μέρα, μπαίνει μέσα η γυναίκα του γεωργού. (Τους γεωργούς τους λέμε εμείς ξωτάρηδες. Τα παλιά χρόνια, οι γεωργοί εδώ στη Λέρο δεν όργωναν μόνο, έκαναν και άλλες δουλειές.) Βλέπει το βόδι σε κακό χάλι. Φεύγει τρομαγμένη και πάει μέσα στο σπίτι. «Φουρτούνα μας βρήκε σήμερα. Το ζωντανό μας δεν είναι στα καλά του. Το βλέπω ζαβλακωμένο σαν άρρωστο στο καντούνι του και δε θα μπορέσεις να το πάρεις στη δουλειά!». Στενοχωρέθηνε ο κακομοίρης ο αγωγιάτης, ίντα θα κάνει; Πάει, ρωτάει τη γυναίκα του: «Τι ’α κάμουμένε, γυναίκα; Α βάλουμένε, στη θέση του, το γάδαρο! Να ζευγαρίσουμε σήμερα με το γάδαρο και θα δούμε, ώσπου να γίνει καλά το βόδι μας!». Πάει λοιπόν ο αγωγιάτης, παίρνει το γάδαρο, τον πάει στο χωράφι, τον ζώνει στ’ αλέτρι και ξεκινάει το ζευγάρι. Νάσου ’πόδω ο γάδαρος, νάσου ’πό κει, ξεθεώθηνε. |
Περνούσε η ώρα, πού να σταματήσει το ζευγάρι! Ο γεωργός είχε πολλή δουλειά. Κάποτε, πέρασε η ώρα, τελείωσε η δουλειά, μόλις ήφτασεν ο ήλιος να δύσει. «Ε, καλά είναι για σήμερι λέει ο αγωγιάτης. Ας πααίνουμεν τώρα και αύριο πάλι με το καλό.» Παίρνει το γάιδαρο, καθίζει πάνω, τραβάει και το αλέτρι και φτάσανε στο στάβλο. Σ’ όλο το δρόμο ο γάιδαρος το φυσούσε και δεν κρύωνε το πάθημά του. «Αχου, ίντα ήπαθα! Τι ήταν αυτό που έπαθα! Τι βλακεία ήταν αυτή;» Μπήκε στο στάβλο αλλά πού να μιλήσει, για να μην πονηρέψει το βόδι. Έκατσε σε μια μεριά λυπημένο κι ήστυβε το μυαλό του: «Τι θα κάνω, πώς θα τη σκαπουλάρω αύριο;» Μετά από κάμποση ώρα, του ήρθε μια ιδέα. Σηκώνεται πάει κοντά στο βόδι και του λέει: «Φίλε μου, εγώ που σ’ αγαπώ, ’κούσε με ίντα θα σου ξαναπώ. Αύριο δεν τη βλέπω καλά τη μέρα. Ήκουσα το γεωργό πού ’πε ότι, άμα είσαι έτσι κι αύριο θα σε σφάξει γιατί φοβάται μην του ψοφήσεις και θα πάθει μεγάλη ζημιά μετά. Λοιπόν, το καλό που σου θέλω, κάτσε φάε καλά καλά απόψε να καρδαμώσεις, να σ’ έβρει στα συγκαλά σου αύριο ο γεωργός, γιατί δε σε βλέπω καλά! Το βόδι, ό,τι τού ’πε πάλι ο γάιδαρος έκαμε. Ήκουσε κι ότι, αν δεν είναι καλά αύριο, θα το σφάξει κι εντεροκόπηνε[1]! Σηκώνεται και πέφτει με τα μούτρα στο φαΐ. «Φάε και να φας», ηθέριεψε! Κοιμήθηνε του καλού καιρού και την άλλη μέρα μπαίνει μέσα η γυναίκα του αγωγιάτη κι ήτανε της χαράς. «Αχ!», λέει, «Σήμερα είσαι της χαράς! Πάω να τα πω στον άντρα μου». Πάει μέσα: «Άντρα μου, άντρα μου εντάξει το βόδι μας, ηκαρδάμωσε[2]! Σήμερα είναι της χαράς, γιατρέφτηνε! Μπορούμε να το πάμε στη δουλειά!». Το παίρνει τότε αυτός και φεύγουνε. Ο γάιδαρος τότε ευχαριστημένος, τους ήβλεπε που φεύγανε κι ήλεε: «Αχ, πάλι καλά! Ευτυχώς που μέ ’κουσεν το βόδι και άλλη φορά να προσέξω, να μη χώνω τη μούρη μου εκεί που δε με σπέρνουν!». «Όπου δε σε σπέρνουνε, να μη ’νεμάς[3]», έλεγε η γιαγιά μου. |
Επιστροφή | |