"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ"
 

 

ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 
  6. "Τα τρία αδέρφια (Ο Γιαννάκης)"

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

6. Τα τρία αδέλφια (ο Γιαννάκης). ΑΤ 328: Αναλυτική και όμορφα ειπωμένη παραλλαγή που η αφηγήτρια εμπλουτίζει με ποικίλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, ορισμένες από τις οποίες αναπτύσσονται σε δευτερεύουσες παραμυθιακές πλοκές (η γυναίκα που ξεψειρίζει τα παιδιά και τα παπλώματα του σπιτιού της για να τον προμηθεύσει με ψύλλους, η συνάντηση με τα παιδιά που σκοτώνουν τα μυρμήγκια, η προσπάθεια του μυρμηγκιού να επικοινωνήσει με τον ήρωα που όμως δεν το βλέπει λόγω του μικρού μεγέθους του, ο διάλογος του ήρωα με το άλογο του δράκου που δεν θέλει να εγκαταλείψει τον αφέντη του αλλά τελικά μεταπείθεται κλπ.). Όπως έχω γράψει, η εισαγωγή αυτών των δευτερευουσών παραμυθιακών πλοκών και συγκρούσεων,  δεν προωθούν τη δράση αλλά την επιβραδύνουν.   Πρόκειται για μια  αφηγηματική τεχνική, που επιτρέπει στον αφηγητή να καθυστερεί την εξέλιξη της δράσης αυξάνοντας τη δραματική ένταση της αφήγησης. Παράλληλα αναπτύσσει με αυτόν τον τρόπο τη χαρακτηρολογία των δρώντων προσώπων και εξηγεί το ρόλο τους στην ανάπτυξη της πλοκής.

Ο ήρωας που είναι εδώ το νεώτερο αγόρι προκαλεί το φθόνο των μεγαλύτερων αδερφών του που παρακινούν το βασιλιά να τον στείλει να φέρει τα μαγικά αντικείμενα του δράκου (το άλογο που μιλάει, το μαγικό καθρέφτη, το πάπλωμα με τα κουδουνάκια) και τελικά τον ίδιο το δράκο.

Το όνομα του ήρωα σε αυτόν τον κύκλο των παραμυθιών είναι συνήθως Δεκατρής επειδή πρόκειται για το δέκατο τρίτο παιδί μιας οικογένειας. Στην παραλλαγή μας απαντάται το απλούστερο Γιαννάκης.

Το μοτίβο των τριών τέλειων φορεμάτων (έχουν πάνω τους κεντημένα τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γη με τα λουλούδια και τη θάλασσα με τα ψάρια) αναφέρεται εδώ στο πάπλωμα του δράκου, δείγμα της ικανότητας της λαϊκής αφηγήτριας να προσαρμόζει ένα δημοφιλές μοτίβο στα δεδομένα του αφηγηματικού υλικού της.

 Στην παραλλαγή μας βρίσκουμε επίσης το μοτίβο του ψείρισματος, γνωστό από την αρχαιότητα, που αποτελεί ένδειξη μεγάλης τρυφερότητας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα.

 

 

 

 6. Τα τρία αδέρφια (Ο Γιαννάκης)

 

Αφήγηση: Βασιλεία Γέρου  ( 5 Μαΐου 2003)

Καταγραφή: Aσλανίδης Κώστας

                  

Ήτανε τρία αδέρφια, τα οποία ήταν άνεργα, δεν είχαν δουλειά. Λέει ο μεγάλος γιος, ο πρώτος: «Ελάτε να πάμε στο βασιλέα, να του ζητήσουμε δουλειά». Ε, ’τοιμαστήκανε, λοιπό και ηπή(γ)ανε  κι όταν ηπή(γ)εν ο βασιλιάς, λέει: «Πού να σας βάλω, τώρα;» Λέει του πρώτου: «Εσένα θα σε βάλω ξυλοκόπο». Λέει του δεύτερου: «Εσένα θα σε βάλω καρβουνιάρη». Είδε η κόρη του τον τρίτο και λέει: «Αυτόν να τον κρατήσεις εδώ, να μας κάνει θελήματα». Τον κράτησε ο βασιλέας.

            Αφού τον κράτησε, λοιπόν, τελείωσε ο μήνας, κατεβήκανε τα δυο τ’ αδέρφια, να πλερωθούνε. Του λένε: «Αφέντη, βασιλέα, πώς τα πας με το Γιαννάκη μας;» «Α! το Γιαννάκι», λέει, «το Γιαννάκι είναι εξαιρετικό παιδί, φιλότιμο, πρόθυμος σε όλα του». «Α! και πού να τον εστείλεις», του λένε, «να πάει να σου φέρει του τάδε δράκου την ταμπακέρα! Σα βασιλέας, που είσαι, να τη βάλεις πάνω στο τραπέζι, όταν έχεις επισκέπτες!» «Και πώς θα πάει;» «Πε του και Θα πάει αυτός!».

            Πάει και το Γιαννάκη να πλερωθεί και του λέει: «Γιαννάκη, θέλω μια χάρη ’πό σένα». Λέει «Τι ’ναι, αφέντη βασιλέα;» Λέει: «Να πα να μου φέρεις του τάδε δράκου την ταμπακέρα!». Ο κακόμοιρος, τι να πει, με το μισό στόμα, είπε: «Καλά».

            Σηκώνεται την άλλη μέρα, ξεκινά, να πάει… Στο δρόμο, που ηπή(γ)αινε, βλέπει μια τσιγγάνα και ήπλωθένε. Της λέει: «Τι κάνεις, κυρία μου; Μην τα καρφιτσώνεις τα ρούχα, έτσι να τα βάλεις», της δείχνει. Αυτή , λοιπόν, τον ευχαρίστησε και του λέει: «Πού πας, παιδί μου, από δω; Από δω που πας, δεν έχει πια σπίτια. Είναι μόνο μιανού δράκου το παλάτι». «Για ’κεί πάω, δυστυχώς», λέει. «Ε, μα πιο! πας στο δράκο; Δε θα γυρίσεις πίσω!», του λέει. «Τι να κάμω; Είναι διαταγή του βασιλέα!» Του λέει, λοπόν: «Κούσε τη συμβουλή μου. Θα πας και θα παραφυλάξεις! Αν είν’ τα μάτια του ανοιχτά, κοιμάται! Να μπεις μέσα και ν’ αρπάξεις την ταμπακέρα. Αν είναι κλειστά, μην πλησιάσεις!».

            Όπως του ’πε, λοιπόν, η γυναίκα, πήγε το Γιαννάκι. Βρίσκει το δράκο κι ήτανε πεσμένος, με ανοιχτά τα μάτια. Αρπάει την ταμπακέρα από το τραπέζι και σηκώνεται και φεύγει!.. Την πάει του βασιλέα. Ο βασιλέας έχασε το νου του, με την ταμπακέρα, που του πή(γ)ε!

            Πάνε όμως τον άλλο μήνα, να ξαναπλερωθούνε τ’ αδέρφια και του λένε: «Αφέντη, βασιλέα, τι έγινε με το Γιαννάκι;» «Α.! ’ξαιρετικό», λέει, «παιδί!» «Ηπήρε και μου έφερε του δράκου την ταμπακέρα!» «Α!», του λέν’, «και πού να πα’ να σου φέρει το μαχαίρι του! Σα βασιλέας που ’σαι και κάνεις τραπέζια, να το βάνεις στο τραπέζι σου! Εξαιρετικό πράμα!». «Ε, πώς θα πάει;», λέει. «Πές του το και θα δεις». Του το λέει, λοιπό. Ο κακόμοιρος αυτός, με τη μισή γλώσσα, είπε το «ναι».

            Ξεκινάει, λοιπόν, πάλι να πάει αλλά ήτανε πια προετοιμασμένος, που του ’πε η γυναίκα, η τσιγγάνα: «Αν έχει τα μάτια του ανοιχτά, να μπεις μέσα!». Πάει παραφυλάει πάλι και βλέπει το δράκο με τ’ ανοιχτά μάτια, του παίρνει το μαχαίρι και φεύγει!... Το πάει πάλι του βασιλέα, ο βασιλέας έχασε το νου του!

            Ξαναπάνε πάλι τ’ αδέρφια, του λένε: «Τι έγινε, αφέντη βασιλέα,  με το Γιαννάκι;» «Πήγε και μου ’φερε», τους λέει «και το μαχαίρι!». «Ε! πού να πάει»,  του λένε, «να σου φέρει και το πάπλωμά του!» «Ε, αν είναι δυνατόν!», λέει. «Πώς θα το πάρει το πάπλωμα από πάνω του, να το φέρει;» «Θα πάει!» (Αυτοί τώρα, επηγαίνανε να το ξεβγάλουνε το Γιαννάκι, τον εζηλέψανε. Σου λέει: «Εμάς μας έστειλε στα κάρβουνα και αυτόν τον κράτησε στο σπίτι;». Πάει πάλι ο Γιαννάκης να πλερωθεί, του λέει [ο βασιλέας]: «Μια χάρη θέλω ακόμα από σένα, Γιαννάκι!» Λέει «Τι ’ναι πάλι, αφέντη βασιλέα;» «Θέλω να πας», του λέει, «να μου φέρεις και το πάπλωμα του δράκου!»… «Μάνα μου!», [λέει] αυτός!

Σηκώνεται, λοιπόν, πάλι να φύγει, να πάει στο δράκο, πέρασε  από αυτή τη γυναίκα, την τσιγγάνα. Του λέει: «Πού πας πάλι;» «Άστα!», λέει. «Μου ’πε ο βασιλιάς να πάω να του φέρω το πάπλωμα του δράκου! Πώς είναι δυνατόν, να πάω να του το φέρω; Γίνεται αυτό το πράμα;»

Του λέει: «Άκου, τι θα κάνεις. Θα μείνεις ’πόψε εδώ. Το πρωί θα ψυλλίσουμε τα παιδιά και θα μαζέψουμε τους ψύλλους. Θα ψάξουμε τα παπλώματα, να μαζέψουμε τις ψείρες και τους κοριούς και θα πας, θ’ ανέβεις πάνω στο δώμα και θ’ ακούσεις το ροχαλητό του. Αυτός θα ροχαλίζει πολύ. Θα προσέξεις, θα κάνεις μια τρύπα σιγά, σιγά και θα τα ρίξεις όλα μέσα. Θα πέσουνε αυτά να τον εφάνε, όπως θα είναι πεινασμένα και αυτός, οπωσδήποτε, το πάπλωμα θα το πετάξει και θα πας εσύ να το πάρεις.

Όπως του ’πε, λοιπό, πιάνουνε ψυλλίζουν, χτενίζουν τα παιδιά,  ψυλλίζουν τα παπλώματα όλα, μαζεύουν ένα μπουκαλάκι απ’ αυτά τα ζώα, πάει αυτός πάνω στο δώμα και κρύβεται. Μόλις νύχτωσε, λοιπόν, να ο δράκος και μπαίνει μέσα. Έφαγε, πή(γ)ε έπεσένε. Πάει, λοιπό, αυτός πάνω από το δώμα, κρύφτηκε εκεί που ήτανε ο δράκος πεσμένος. Κάνει προσεχτικά μια τρύπα, τα ρίχνει όλα αυτά τα ζώα μέσα. Τα ζώα αυτά, όλα πεινασμένα, πέσανε πάνω του, να τον εφάνε το δράκο! Πιάνει, λοιπόν, το πάπλωμα και του δίνει μια και το πετά πάνω στην ταράτσα. «Α, κακό χρόνο να ’χετε!», λέει. «Απόψε βρήκατε να με φάτε όλα;».

 Κάνει ο Γιαννάκης ένα γάζο, τραβάει το πάπλωμα. Περνάει από τη γυναίκα, την τσιγγάνα, το ξεψυλλίζουνε, το ετοιμάζουνε και το πάει του βασιλέα. Ο βασιλέας δεν ήξερε πια, πού να τον εβάλει! Από τη μια ήτανε ο κάμπος, με τα λούλουδα και από την άλλη η θάλασσα, με τα ψάρια. Τόσο ωραίο πάπλωμα ήτανε!

Πάνε πάλι να ξαναπλερωθούνε τα αδέρφια, του λένε: «Τι έγινε, με το Γιαννάκι; «Ε,», λέει, «πήγε και μου ’φερε και το πάπλωμα!» «Α!», του λένε. «Και πού να σου φέρει  το άλογό του, που μιλά!» Λέει: «Το άλογό του; Πώς θα το φέρει αφού μιλά ;» «Πές  ’του », λένε, «και θα πάει!»

Πάει πάλι το Γιαννάκι να πλερωθεί, τα ίδια!... Λέει: «Γιαννάκι,  μια χάρη θέλω ακόμα». «Τι είναι πάλι, αφέντη ;» «Θα πας», του λέει, «να μου φέρεις και το άλογό του!» Αυτός το σκέφτουνταν: «Πώς θα πάω», σου λέει, « να πάρω το άλογο, εφόσον μιλά; Δε θα φωνάξει;» Αλλά τι να κάνει, ξεκίνησε πάλι και πή(γ)αινε…

Εκεί, που πή(γ)αινε, στο δρόμο, βλέπει μια μάτσα παιδιά, κάμποσα παιδιά  μαζωμένα και σκοτώνανε μερμήγκους. «Βρε παιδιά!» τους λέει. «Τι κάνετε και τα σκοτώνετε, τα κακόμοιρα τα ζώα; Τι σας κάνουνε;», λέει. Λένε αυτά: «Εμείς παίζουμε». Ελάτε να σας δώσω πέντε χιλιάδες, (να πούμε, πέντε φράγκα), να πα’ να πάρετε καρύδια να παίξετε και άστε», τους λέει, «αυτά τα ζωάκια, αμαρτία!» Λέν’: «Δώσε μας!» Τους δώνει, λοιπόν τα λεφτά, τα παίρνουν τα παιδιά, φεύγουνε.

Ένας μέρμηγκας, ο Μεγάλος, λέει στους άλλους: «Είδατε, τι χάρη μας ήκαμε, το παλικάρι και δεν του ’παμε», λέει, «αν μας χρειαστεί κάποια φορά, να μας φωνάξει». Λέει μιανού: «Τρέξε να τον επροκάμεις!» Και έτρεχε, λοιπόν ο μέρμηγκα;ς και φώναζε: «Παλικάρι, παλικάρι!...» Αυτός γύρισε πίσω του να δει, πού να δει το μέρμηγκα! Ξεκινούσε πάλι…

 

Ένας μέρμηγκας, ο Μεγάλος, λέει στους άλλους: «Είδατε, τι χάρη μας ήκαμε, το παλικάρι και δεν του ’παμε», λέει, «αν μας χρειαστεί κάποια φορά, να μας φωνάξει». Λέει μιανού: «Τρέξε να τον επροκάμεις!» Και έτρεχε, λοιπόν ο μέρμηγκα;ς και φώναζε: «Παλικάρι, παλικάρι!...» Αυτός γύρισε πίσω του να δει, πού να δει το μέρμηγκα! Ξεκινούσε πάλι…

 

 

Ο μέρμηγκας, λοιπόν, τρεχάτος-τρεχάτος, τον εμπρολαβαίνει. Του λέει: «Παλικάρι!» Του λέει το παλικάρι: «Τι θέλεις;» Λέει: «Μ’ έστειλε ο Μεγάλος. Αυτή τη χάρη που μας ήκανες, τι θέλεις να σου βοηθήσουμε καμιά φορά, αν μας χρειαστείς;» «Α, καημένε!»,λέει. «Εσάς σας εσκοτώνανε και δεν ήσασταν ικανοί ν’ αντισταθείτε και θα κάμετε σε μένα χάρη;»  «Πού ξέρεις, καμιά φορά!...», του λέει. Αυτός ησκέφτουντάνε, ησκέφτουντάνε, του λέει: «Ξέρεις τι θέλω; Όταν θέλω, να μπορώ να κρύβομαι!». «Εντάξει!», του λέει. «Θα λες: «Μέρμηγκας και, μερμηγκάκι και στης μερμηγκιάς την τρύπα» και θα γίνεσαι μέρμηγκας! Θα προσέχεις όμως να πηγαίνεις στην άκρη, μη σε πατήσει κανένας, γιατί πας!», του λέει.

Όπως τού ’πε, λοιπόν, το παλικάρι μόλις ηπή(γ)ε λίγο παρακεί, λέει: «Για να δω!» Λέει, λοιπόν: «Μέρμηγκας και μερμηγκάκι και της μερμηγκιάς την τρύπα!»  Γίνεται μερμηγκάκι! Λέει: «Α, καλά είμαι τώρα!» Ξεκινά, λοιπό, πάει… Πάει, ο δράκος  ήλειπεν από κει πέρα. Μπαίνει μέσα στο στάβλο και μόλις τον άκουσε κι ηρχούντανε, κρύβεται το παλικάρι. Έρχεται αυτός, ούτε να το ξεστρώσει το άλογο ούτε τίποτα! Μόνο το πετάει ’κεια πέρα, έτσι με τη σέλα όπως ήτανε, ούτε φαΐ να του βάλει και φεύγει. Πάει πάνω και κοιμούντανε ο δράκος.

Αυτός λέει πάλι (τη μαγική κουβέντα), γίνεται το παλικάρι!... «Βρε, έτσι σ’ έχει το αφεντικό σου, τέτοιο άλογο!» λέει. «Θα έρθεις μαζί μου», του λέει, «εγώ θα σου κάνω ετσά, θα σου ’χω  ωραίο στάβλο, θα σου βάλω ωραίο φαί!…» Λέει: «Όχι, δε φεύγω από το αφεντικό μου!», λέει το άλογο. Ε, κάνει, λοιπόν, ότι θα το λύσει το άλογο, βάνει τις φωνές αυτό, λέει: «Αφεντικό, με παίρνουνε!» Με το «παίρνουνε», «ταπ», κάτω ο δράκος! Βλέπει από δω, βλέπει από κει, (αυτός έγινε πάλι μέρμηγκας, κρύφτηκε), τίποτα! Του λέει: «Βρε, μη με κοροϊδεύεις, γιατί αλίμονό σου!» του λέει. «Ε, ξέρεις!», του κάνει.

Παίρνει [δρόμο] πάλι ο δράκος και πάει επάνω και κοιμούντανε. Μόλις ήκουσε το ροχαλητό του, το παλικάρι, ξαναγίνεται πάλι παλικάρι και του λέει: «Έλα, να σε πάρω, να φύγεις από δω πέρα. Εγώ θα σε περιποιούμαι, εγώ θα σ’ έχω έτσι, εγώ θα σ’ έχω αλλιώς!» «Δε φεύγω από το αφεντικό μου!», του λέει.  Κάνει πάλι ότι θα το λύσει, βάνει τις φωνές, κατεβαίνει κάτω ο δράκος! Του λέει: «Βρε, πού ’ναι που σε παίρνουνε; Ποιος είναι που σε παίρνει; Πρόσεξε καλά, γιατί, αν το ξανακάνεις αυτό θα σε κάνω μαύρο από το ξύλο!».

Φεύγει πάλι ο δράκος, πάει, σε λιγάκι πάλι ρουχάλιζένε. Πιάνει το παλικάρι, βγαίνει έξω, του λέει: «Έλα! ’Ελα να σε πάρω! Είδες τι σου ’πε; Θα σε σπάσει από το ξύλο!» «Δε φεύγω εγώ από το αφεντικό μου!» του λέει. «Ε, καλά!» Κάνει, λοιπόν, ότι θα το λύσει, ξαναβάνει αυτό τις φωνές!... Κατεβαίνει ο δράκος κάτω, ήψαχνε από δω, ήψαχνε από κει, πού να το βρει το μερμηγκάκι! Παίρνει ένα ξύλο, από κει πέρα που βρήκε και αρχινά το άλογο,.. το κάνει παστό από το ξύλο!

Φεύγει πάλι ο δράκος, βγαίνει πάλι το παλικάρι, του λέει: «Είδες; σε σκότωσε από το ξύλο! Έλα να σε πάρω εγώ!». Που έτσι κι αλλιώς, το άλογο δε ημίλα. Βάνει, λοιπόν, να το λύσει, το άλογο μιλιά! Το λύνει, το βγάνει έξω, το καβαλικεύει, χάνεται!

Χάθηκε, λοιπό!.. Ξυπνά ο δράκος το πρωί, χάνει το άλογο! Χάνει το άλογο, έγινε πια φωτιά! Του πήραν το πάπλωμα, του πήραν το ένα, του πήραν το άλλο!... 

Πάει, λοιπόν, του βασιλέα, το άλογο. Αλλά πριν να πάει, ήβανε συμφωνία το παλικάρι, συμφωνία με το βασιλέα! Του είπε: «Θωρείς; Θα πάω να σου φέρω το άλογο, αλλά θα μου δώσεις την κόρη σου!» (Η βασιλοπούλα τον αγαπούσε, της άρεσε, δηλαδή).  «Καλά!», λέει ο βασιλιάς. Μόλις ηπήγε, λοιπόν, το άλογο του βασιλέα, του λέει: «Τώρα, θέλω να τηρήσεις και συ την υπόσχεση που μου ’δωσες. Ο βασιλέας δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Τον επαντρεύει, λοιπόν, με την κόρη του!...

Κατεβαίνουν τ’ αδέρφια να πλερωθούνε, του λένε: «Αφέντη, βασιλέα, τι έγινε;» «Μού ’φερε», τους λέει «το άλογο!» Αυτοί γινήκανε φούρκα, πια! Σου λέει: «Όλα τα κατάφερε;» Του λέν’: «Α! Πού να σου φέρει και τον ίδιο το δράκο, να τον εδείς!». «Α!», λέει, «Πώς θα πάει να μου φέρει το δράκο;» Λένε: «Όταν θέλει αυτός, θα πάει!»

Πάει πάλι το Γιαννάκι να πλερωθεί, του λέει τα ίδια: «Γιαννάκη, θέλω να φέρεις το δράκο, να τον δω!». Αυτός έμεινένε σβηστός! Σου λέει: «Πού θα πάω τώρα να φέρω το δράκο;». Αλλά τι να του πει κι όλα!  Πάει, λοιπό, τι κάνει; Σκέφτεται, παίρνει ένα σκεπάρνι, παίρνει ένα πριόνι, παίρνει ένα κουτί καρφιά και πάει στο δάσος, που ’τανε το παλάτι του δράκου μέσα.

 Πάει, λοιπό κι αρχινά κι ήκανε ότι ήκοβε ξύλα. ’Κούει ο δράκος, λοιπόν, μπροβέλνει, ήτανε και  περίλυπος, του λέει: «Βρε, τι κάνεις εδώ πέρα; Πρόσεξε καλά γιατί, αν κατέβω, θα σε κάνω μια μπουκιά!». Του λέει, λοιπό, αυτός: «Ε, δράκο, κατέβα κάτω να με βοηθήσεις και πιάσαμε έναν κλέφτη, που έχει ένα πάπλωμα με τον ουρανό και τ’ άστρα, που έχει ένα άλογο και μιλά!» Ακούει  ο δράκος, λοιπόν, κατεβαίνει με τα τέσσερα κάτω! Πάει, λοιπόν, κοντά κι ηρχίνηξε ο δράκος, τραβούσε ’πό ’δω, τραβούσε ’πό κει, ήκοβε ξύλα!

Πιάσανε, λοιπόν φτιάξανε μια μεγάλη κιβωτό και την καρφώσανε. Ύστερα, που την καρφώσανε, σκέφτηκε αυτός: «Τώρα», σου λέει, «πώς θα τον εβάλω το δράκο μέσα;» Του λέει: «Δράκε, ξέρεις τι λέω; Να μπήκω λίγο μέσα, να σφαρτσάρω[1], να δω, είναι δυνατό; Μην τον εβάλουμε», λέει, «μέσα και μας κόψει![2]» «Βρε, ψοφίμι, που θα μπεις εσύ μέσα! Θα μπω εγώ!», του λέει ο δράκος. Μπαίνει ο δράκος μέσα, μάνι –μάνι αυτός, «οπ, οπ» και  τον εκαρφώνει! «Βρε, τι κάνεις;», λέει: «Τίποτα!». Αφού τον εκάρφωσε καλά, τον καθίζει στον ώμο και τον πάει του βασιλιά!

Αφού τον πήγε του βασιλιά, λοιπόν, ο βασιλιάς ήθελε να κάνουν και  τραπέζι μεγάλο! Τα αδέρφια του, πια, ούτε ηζυγώνανε κοντά. Δεν μπορούσανε, φοβούντανε! Αφού ήθελε να κάνουνε τραπέζι μεγάλο και ηψήνανε αρνιά, του φωνάζει ο δράκος: «Τώρα τι μ’ έφερες εδώ πέρα;», του λέει. «Βγάλε με έξω, να πάω στο μέρος μου». «Πώς θα σε βγάλω έξω, να μας φας; Μόνο θα βγάλεις το πρόσωπό σου έξω ’πο το κασόνι και μη φοβάσαι», του λέει.

 Ε, βγάνει, λοιπόν, το πρόσωπό του, τον παρακάλεσε για να δει εκεί που ψήνουνταν τα αρνιά και τρέχανε τα ζουμιά… Αρπάει αυτός από τη σούβλα ένα αρνί και το πάει στο δράκο, που ’χε το κεφάλι του μόνο έξω. Του το πετάει μες στα μούτρα του, τον εστραβώνει!

 

Τον εστράβωσε, λοιπόν το δράκο, του λέει: «Τι μου ’κανες; Τώρα πώς θα ζήσω εδώ πέρα; Δεν ξέρω τα κατατόπια. Θα με πάρεις», του λέει, «να με πας στο μέρος μου». «Θα σε πάω», του λέει ο Γιαννάκης. Ανοίγει το κασόνι, βγαίνει ο δράκος έξω, του λέει: «Δώσε μου το χέρι σου», (για να τον  εφάει, τώρα, αυτός). «Το χέρι», του λέει, «να σου δώσω; Δεν είδες πόσα εκατόρθωσα και με παίρνεις για χαζό, να σου δώσω το χέρι μου; Εγώ θα πηγαίνω μπρος και θα μιλάω και συ θ’ ακολουθάς ’πο πίσω μου, να σε πάω στα μέρη σου», του λέει. Τον εβγάνει, λοιπό, όξω. Πήγαινε το Γιαννάκι ’πο μπρος, ’πό πίσω αυτός και τον πήγε στα μέρη του. Του λέει: «Τώρα σ’ έφησα στα μέρη σου, κάνε ό,τι θέλεις». Τι να κάνει ο δράκος, που δεν ήβλεπένε; Σηκώνεται το Γιαννάκι και στρέφει.

Αφού ήμαθαν τ’ αδέρφια του, ότι ήστρεψένε, τρέξαν και του λένε: «Αδερφέ μου, σώσε μας! Θα ’μαστε όλα μας τα χρόνια καρβουνιάρης και ξυλοκόπος;» «Τι θέλετε;», τους λέει. «Να μας δώσεις μια καλή θέση κι εμάς, εδώ πέρα. «Όχι!» τους λέει. «Εσείς γυρεύατε να με καταστρέψετε κι εγώ να σας δώσω θέση; Καρβουνιάρης να πας εσύ και ξυλοκόπος ο άλλος κι εγώ θα ζήσω εδώ, με τη βασίλισσα!»

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!  


[1] να σφαρτσάρω: να βάλω δύναμη

[2] και μας  κόψει: και μας φύγει

   Επιστροφή