"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ" |
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Ήσυχου Ειρήνη (Λακκί - Λέρος, 1925)
Γονείς της ήταν ο Δημήτριος και η Αικατερίνη Τσιγαδά. (Ο γνωστός Δημογέροντας της Λέρου, στα τέλη του 19ου αιώνα, Τσιγαδάς Βέης ήταν αδερφός του προπάππου της). Είναι η μητέρα του αείμνηστου φιλολόγου και προϊσταμένου του Ιστορικού Αρχείου Λέρου, Μανόλη Ήσυχου, που άφησε σημαντικό έργο στην τοπική ιστοριογραφία και λαογραφία.. Φοίτησε στο «Νικολαϊδειο Παρθεναγωγείο» του νησιού, όπως όλα τα παιδιά της Λέρου εκείνα τα χρόνια, από το 1931 ως το 1937 (επί ιταλικής κατοχής). Στην έκτη τάξη παρακολούθησε μαθήματα στο ιταλικό σχολείο του Λακκιού, με δασκάλες καθολικές καλόγριες κι έμαθε πολύ καλά ιταλικά. Παραμύθια άκουγε από τη μητέρα της κυρίως και από άλλες γυναίκες τα βράδια αλλά και κατά τα (α)ποσπερίδες (απογευματινές συγκεντρώσεις, όπου οι γυναίκες προετοίμαζαν από νωρίτερα γλυκασές, παστέλια, βραστές πατάτες και «μαεριά», που μοιράζονταν στο ακροατήριο, όπως καταγράφει και η κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου (Λέκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου) στο βιβλίο της: «Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: Μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή.» Μας αφηγήθηκε τα παραμύθια: «Το Κουτρουλάκι», «Ο Γιάννης», «Οι σαράντα δράκοι».
|
Δ. ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΣΧΟΛΙΑ(Από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου) 23. Ο Γιάννης. Αλυσιδωτό παραμύθι που ενώνει επιμέρους ιστορίες για κουτούς: AaTh 1691 (ο κουτός αδελφός σταματάει να τρώει, μόλις η γάτα του πατάει το πόδι), AaTh 1775 (αναζητώντας αργότερα φαγητό στο σπίτι προκαλεί δυσάρεστες καταστάσεις), AaTh 1009: «τράβα την πόρτα», AaTh 1653Β (τα αδέλφια πάνω στο δέντρο. Ο κουτός αδελφός αφήνει την πόρτα να πέσει, οι ληστές που μετρούν από κάτω τη λεία τους φεύγουν τρομαγμένοι). Εδώ αντί για ληστές (δράκους) έχουμε άγρια ζώα και αντί για τα πλούτη των ληστών, οι ήρωες, πολύ πιο ρεαλιστικά κερδίζουν λεφτά από τη δουλειά τους.
|
Δ. ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
23. Ο Γιάννης
Αφήγηση: Ήσυχου Ειρήνη Καταγραφή: Δράκου Σεβαστή (Άνοιξη 2003)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αντρόγυνο που είχε τρία παιδιά, αγόρια. Το ένα το έλεγαν Γιώργο, το άλλο Μανόλη και το μικρό το ελέ(γ)ανε Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν λίγο χαζούλης. Δεν έβρισκαν δουλειές για να δουλέψουν και κάθονταν στο σπίτι. Η κατάστασή ήταν δύσκολη με τη φτώχεια τους. Μια μέρα, λέει ο πατέρας τους: «Ξέρετε, παιδιά μου, παλικάρια μου, στο διπλανό χωριό ζητάνε εργάτες. Πάτε να δουλέψετε κανένα μήνα, να μαζέψετε κανένα φράγκο, γιατί αλλιώς θα περάσουμε δύσκολο χειμώνα». «Ε, να μας ’τοιμάσ’ η μαμά και να φύγουμε», είπαν αυτά. Η καημένη η μάνα τους στενοχωριόταν κι έκλαιγε που θα της έφευγαν τα παλικάρια της αλλά τι να κάνει, τους έπλυνε τα ρουχαλάκια τους, τους τα ’τοίμασε, τους τα ’βαλε σ’ ένα σακί, πήραν τα καρότσια, τα φτυάρια, τες αξίνες, φιλήσαν τους γονείς τους και ξεκίνησαν με τα ποδάρια, να παν στο γειτονικό χωριό για να δουλέψουν. Στο δρόμο, πηγαίναν, πηγαίναν, πηγαίναν… εκεί που πηγαίναν βράδιασε. Για να πάνε στο γειτονικό χωριό έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα δάσος. Λέει ο μεγάλος, ο Γιώργης, στο Μανόλη: «Βρε, Μανόλη, πώς θα πάμε μέσα σ’ αυτό το δάσος που έχει λιοντάρια, λύκους, θα μας φάνε!». Λέει: «Θα περπατήσουμε λίγο και όπου δούμε φως, θα σταματήσουμε. Ας μας φιλοξενήσουν για ένα βράδυ και το πρωί συνεχίζουμε». Από μακριά, είδαν ένα φως. Περπάτησαν λίγο κι όταν έφτασαν χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ένα σπίτι, όπου ζούσαν ένας παπάς με την παπαδιά του και τα τρία τους κορίτσια. Ανοίγει την πόρτα ο παπάς. «Τι θέλετε, καλά μου παιδιά;» τους λέει. Λέει ο μεγαλύτερος: «Αν είναι δυνατό, πάτερ, να μας φιλοξενήσεις για ένα βράδυ, γιατί πάμε για το γειτονικό χωριό και πώς να περάσουμε νυχτιάτικα μέσ’ απ’ το δάσος;» «Μετά χαράς!», λέει ο παπάς και τους βάζει μέσα. Καλησπερίζουν αυτοί την παπαδιά, τα τρία κορίτσια, τους λέει: «Καθίστε, να ’τοιμάσουμε και φαγητό για να φάτε. Λέει στην παπαδιά του: «’Τοίμασε να φάνε τα παιδιά μαζί μας». ’Τοιμάζ’ η παπαδιά το τραπέζι και κάθονται γύρω του όλοι μαζί. Ο Γιώργης λέει στο Γιάννη, που ήταν χαζός κ’ έτρωεν ασυναίσθητα: «Θα κάτσεις δίπλα μου κι όταν σου πατήσω το πόδι κάτω ’πο το τραπέζι, θα σταματήσεις να τρως. Να μη ’δειάσεις όλα τα πιάτα και φανούμε ότι είμαστε κακομαθημένοι». «Εντάξει», του λέει ο Γιάννης. |
Κάθεται δίπλα του, σερβίρει η παπαδιά, η καημένη, το φαγητό, κάμαν την προσευχή τους, αρχίσαν να τρώνε. Μόλις έπιασε το κουτάλι ο Γιάννης να φάει, περνάει ένας γάτης πάνω από το πόδι του, νόμιζε πως τον πάτησε ο Γιώργης, ’φήνει το κουτάλι κάτω και δεν ήτρωένε. Να του λέει ο αδερφός του, να του λεν όλοι: «Φάε, Γιάννη, γιατί δεν τρως;». «Α, έφαγα, δε θέλω άλλο». «Βρε, φάε, Γιάννη!». Τίποτα ο Γιάννης. Τέλος πάντων, τελείωσαν το φαγητό, τους έστρωσαν ένα κρεβάτι να κοιμηθούν. Αφού καληνύχτισαν τον παπά, την παπαδιά και τις παπαδοπούλες, ο Γιάννης άρχισε να κλαίει μες στο δωμάτιο. «Τι έχεις, Γιάννη και κλαις;» «Τι έχω; Με πατήσατε», λέει «και δεν έφαγα καθόλου. Εσείς γεμίσατε την κοιλιά σας κι εγώ πεινάω!». «Δε σε πάτησα εγώ», του λέει ο Γιώργης. «Πώς Δε με πάτησες!». «Ο γάτης θα πέρασε από κάτω και σ’ έσπρωξένε. Μόνο…», του λέει, «άσε να κοιμηθούν όλοι και θα πας στην κουζίνα, ν’ ανοίξεις το ντουλάπι. Η παπαδιά είχε κάνει μαεριά. Μαεριά είναι μια κρέμα με το μέλι. Θα φας και θα γεμίσεις μετά μια κουτάλα, να μας τη φέρεις, γιατί είναι γλυκιά, είναι όμορφη!». Πάει ο Γιάννης στην Κουζίνα, κάθεται τρώει, γεμίζει και μια μεγάλη κουτάλα, που σερβέρουνε τη σούπα, με τη μαεριά και ξεκινά να πάει στο δωμάτιο. Όμως, αντί να μπει στο δωμάτιο που ήταν τ’ αδέρφια του, μπαίνει στο δωμάτιο που κοιμούνταν οι παπαδοπούλες! Οι παπαδοπούλες ροχαλίζανε, φυσούσανε κι αυτός, όπως ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπενε: «Βρε, φάτε και δεν καίει η μαεριά. Νόμιζεν ότι φυσούσαν τη μαεριά, για να κρυώσει. Αυτές τη δουλειά τους, κοιμισμένες: «Φου, φου», οι παπαδοπούλες! «Βρε, φάτε!», έλεγε ο Γιάννης! Νευριάζει, όπως ήταν και χαζός, παίρνει την κουτάλα κι άρχισε να χτυπά πάνω στις κουβέρτες τες παπαδοπούλες. Βάζουν οι κοπέλες τις φωνές, σηκώνονται πάνω, παίρνουν είδηση τ’ αδέρφια του: «Βρε, τι έκανες;», του λέν’! «Άντε να φύγουμενε!». Παίρνουν τα ρούχα τους, λοιπόν και άντε έξω. Ο Γιώργης, λέει του Γιάννη, που ήταν τελευταίος: «Τράβα και την πόρτα», να κλείσει δηλαδή. Αυτός αντί να την κλείσει, την έβγαλε απ’ τα μπουφούγια[1] και την έβαλε στον ώμο! Περπατούσαν, περπατούσαν… Πηγαίναν, πηγαίναν… Μπήκαν στο δάσος μέσα. Ο Γιάννης ήταν πίσω, έμενε πάντα τελευταίος. Του λένε τ’ αδέρφια του: «Μα γιατί δε σαλεύεις, Γιάννη;». «Εμ, εσείς δε σηκώνετε πόρτα, εγώ σηκώνω και την πόρτα!». «Γιατί σηκώνεις την πόρτα;». «Ε, δε μου ’πατε να πάρω και την πόρτα;». Παίρνουν, λοιπόν, την πόρτα, μπαίνουν στο δάσος μέσα, βρίσκουν ένα μεγάλο δέντρο, λεν: «Ν’ ανεβούμε πάνω να κοιμηθούμε, να μη μας φάν’ τα λιοντάρια! «Ανεβείτε εσείς», λέει ο Γιάννης, «να σας δώσω εγώ την πόρτα, να τη βάλουμε πα’ στα κλαδιά, να την κάνουμε κρεβάτι, για να κοιμηθούμε πάνω!». Αφού ανεβήκανε στο δέντρο, ξαπλώσανε στην πόρτα και έπεσαν να κοιμηθούν. Τότε πλάκωσαν από κάτω τα λιοντάρια και μουγκρίζανε. Τότε τους είπε ο Γιάννης: «Φωνάζατε, που πήρα την πόρτα! Αν ήμαστον κάτω, θα μας τρώγαν τα λιοντάρια». Το πρωί, ξημερώνει ο Θεός την ημέρα, πάνε στο άλλο χωριό, έπιασαν δουλειά, μάζεψαν λεφτά και σε λίγο καιρό γύρισαν πίσω στο χωριό, κοντά στους γονείς τους. Παντρευτήκανε, κάνανε παιδιά, κάμαν οικογένειες και ζήσαν αυτοί καλά και ’μεις καλύτερα. [1] μπουφούγια = μεντεσέδες |
Επιστροφή | |