ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

"Λαϊκά παραμύθια και παραμυθάδες της Λέρου"

 Σχολικό 'Ετος

2003-2004

 

Θεοχάρης Βασίλειος  (Λέρος,     1922)

 Ήταν παιδί φτωχής οικογένειας αλλά πολύ νοικοκυρεμένης. Γονείς του ήταν ο Εμμανουήλ και η Μαρία Θεοχάρη. Στα παιδικά του χρόνια είχε περάσει μεγάλες δυσκολίες. Φοίτησε στο Σχολείο της Αγίας Μαρίνας.

                      Παραμύθια άκουγε από τον παππού του.

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΤΡΑΜΥΘΙ  από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ.Μαριάνθη Καπλάνογλου

 

11. Η τσαμπούνα.  Παραμυθιακό επεισόδιο που βασίζεται στον ΑaTh 592, για το μαγικό μουσικό όργανο που στο άκουσμά του όλοι χορεύουν.

Στον ελλαδικό χώρο το θέμα αυτό συνδέεται με ευτράπελες διηγήσεις για τον κουτό άνθρωπο που, μέσα από πολλές περιπέτειες, καίει το θυμίαμα που βρίσκει για το Θεό και ένας άγγελος του χαρίζει μια φλογέρα που κάνει όλους να χορεύουν. 

 

11. Η τσαμπούνα

 

Αφήγηση: Εμμανουήλ Θεοχάρης

Καταγραφή: Καστής Παναγιώτης (Μαθητής ΣΤ΄ Τάξης – Ιανουάριος 2003)

 

ια φορά, σε ένα χωριό είχε ένα ανδρόγυνο. Είχαν ένα κοπάδι πρόβατα. Μια μέρα ο γέρος, που είχε γεράσει πια, είπε στη γρια:

 -Γυναίκα, κουράζομαι! Θα πάρω ένα βοηθό!».

Ξεκίνησε να πάει στον κάμπο για να βοσκήσει το κοπάδι. Όπως πήγαινε, στο δρόμο συνάντησε ένα νέο. Τον ρώτησε:

-Πού πας παλικάρι μου;

Και ο νέος είπε :

- Για δουλειά, γέρο!

Και τότε του είπε ο γέρος:

-Έρχεσαι μαζί μου; Με το μήνα θα σε πληρώνω να μου φυλάς τα πρόβατα.

-Να έρθω, πότε θέλεις;

- Να έρθεις από αύριο το μεσημέρι, απάντησε ο γέρος.

Πονηρός ο γέρος, για να δει αν βόσκει καλά τα πρόβατα, άρμεξε το πρωί τα ζώα και το μεσημέρι έφυγε, τα παρέδωσε.

Τότε ο πονηρός ο δούλος, όπως έλεγαν και παλιά, ήταν τεμπέλης και κάθισε στη στάνη απέξω και όχι να πάει να βοσκήσει το κοπάδι στον κάμπο. Τότε άρχισε πολύ ωραίους αμανέδες με την γκάιντά του, δηλαδή την τσαμπούνα που έχουμε εμείς τώρα και τα πρόβατα με το σκύλο χόρευαν ασταμάτητα. Επειδή βράδιαζε, ήρθε η ώρα να αρμέξει. Αφού άρμεξε, έκλεισε τα ζώα μέσα στη στάνη, μην ορμήσει κανένας λύκος και πήρε το δρόμο να πάει στο αφεντικό το γάλα.

 

 

Τι να δει ο γέρος, το γάλα ήταν πολύ λίγο από αυτό που έβγαζε ο ίδιος! Φώναξε:

-Μωρέ γρια, πού ’σαι να δεις;

Και κείνη του είπε:

-Πρωτάρης είναι γέρο, θα μάθει να βγάζει περισσότερο!

Την άλλη μέρα το πρωί το ίδιο, το βράδυ το ίδιο, δεν του μίλησε ο γέρος τίποτα. Είπε στη γριά:

-Να πάω να παραφυλάξω, τι κάνει αυτός στα ζώα και γιατί βγάζουν λίγο γάλα;

Και πήρε το δρόμο προς τον κάμπο. Δεν βρήκε τίποτα. Όπως πήγε προς τη στάνη είχε ένα άλλο κάμπο με  βάλτους γύρω από μια μεριά. Εκεί κρύφτηκε ο γέρος με το άλογό του και πάλι ξανάπαιζε αυτός τους  όμορφους αμανέδες και άρχισαν τα πρόβατα με το σκύλο το χορό! Πού να σκύψουν να φάνε! Ήτανε όμως τόσο όμορφοι οι αμανέδες, που και από μέσα από τους βάλτους, ο γέρος με το άλογό του, χόρευαν κι αυτοί!

Τότε ο γέρος κατάλαβε την πονηρή του πράξη και του έβαλε τις φωνές να σταματήσει. Πήγε κοντά, του έριξε ένα γερό ξύλο και τον έστειλε από κει που ήρθε. Τότε πια, πούλησε το κοπάδι ο γέρος, γιατί δε μπορούσε να το φροντίζει και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Επιστροφή