"ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΡΟΥ" | |
Α. ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (ΕΠΙΚΟΓΗ):
|
1. Φύλλο φύλλο την κουκιά |
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Γέρου Βασιλεία (Πάτμος , 1923)
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτμο. Μετά το γάμο της, με το τέλος του πολέμου, εγκαταστάθηκε με το σύζυγό της στη Λέρο. Έχει τρία παιδιά, πέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο, στα οποία αφηγείται μέχρι σήμερα τα παραμύθια που έμαθε στην Πάτμο από τη μητέρα της Σοφία και τον Παππού της Ευάγγελο Κοντογιωργάκη. Μας αφηγήθηκε τα περισσότερα Μαγικά Παραμύθια της Συλλογής: «Η μαύρη νύχτα», «Η μαϊμού και ο Γιαννάκης», «Το πουλί τ’ αηδόνι», «Η Βασίλισσα με τις κόρες», «Φύλλο φύλλο την κουκιά», «Η Χρυσομαλλούσα», «Τα τρία αδέρφια-Ο Γιαννάκης», «Χρυσοβεργουλί», «Η Ηλιογέννητη», «Οι τρεις γιοι», καθώς και τη Νουβέλα «Ο Βασιλιάς και ο Βεζίρης».
|
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ(Από την Επίκ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Μαριάνθη Καπλάνογλου)
10. «Φύλλο φύλλο την κουκιά»: ΑaΤh 563. Πρόκειται για ένα από τα πιο διαδεδομένα στην στην Ευρώπη και την Ασία παραμύθια. Ανήκει στον κύκλο των παραμυθιών όπου γίνεται λόγος για μαγικά αντικείμενα (συνήθως τρία), που ο ήρωας αποκτά, στη συνέχεια του τα κλέβουν, αλλά καταφέρνει να τα πάρει πίσω. Σύμφωνα με την συνηθισμένη στις ελληνικές παραλλαγές εισαγωγή, με το κουκί της γριάς ή του γέρου φυτρώνει μια κουκιά που φτάνει μέχρι τον ουρανό. Τα μαγικά αντικείμενα δίνουν στον ήρωα ουράνια σώματα (ο Ήλιος, το Φεγγάρι, όπως στην παραλλαγή μας, ή ο Αυγερινός) που συναντά στον ουρανό ή άλλα υπερφυσικά όντα (ένας δράκος). Τα μαγικά αντικείμενα (συνήθως τρία) είναι ένα τσουκάλι (τραπεζομάντιλο, πετσέτα ή μαντήλι) που βγάζει φαγητά, μια κότα με τα χρυσά αυγά (ή ένα γαϊδουράκι που κάνει λίρες) και ένα μπαστουνάκι που δέρνει. Αξίζει να επισημάνουμε το φαινόμενο των ορθολογιστικών αντικαταστάσεων των παλαιότερων παραμυθιακών μοτίβων, που παρατηρείται και σε άλλα παραμύθια της ίδιας αφηγήτριας αποτελώντας ένα στοιχείο της αφηγηματικής της τέχνης (εδώ τα πρόσωπα που προσκαλεί ο γέρος για να τους κάνει το τραπέζι με το μαγικό μαντήλι): ο βασιλιάς γίνεται δήμαρχος, ο στρατός του βασιλιά γίνεται συμβούλιο του δημάρχου.
|
Β. ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 10. Φύλλο φύλλο την κουκιά
Αφήγηση: Βασιλεία Γέρου Καταγραφή: Ασλανίδης Κώστας (Μάιος 2003) Απομαγνητοφώνηση: Οικονόμου Ειρήνη, Χατζηδάκη Μαρία (Μαθήτριες ΣΤ¨ Τάξης – Νοε. 2003))
ια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας γέρος και μια γριά, φτωχοί οι κακόμοιροι. Εκεί που σκουπούσε, μια μέρα, η γριά, βρήκε έναν παρά[1], ένα φράγκο. Λέει του γέρου: «Γέρο, γέρο, γέρο, βρήκα έναν παρά!». Της λέει: «Φέρτο, κακομοίρα, να πάμε να πάρουμε τίποτι να φάμε». Του λέει η γριά: «Όχι, πάω να πάρω κουκιά, να σπείρουμε το χωράφι μας». Πάει η γριά, φέρνει τα κουκιά και τα βάνει στο νερό. Το πρωί τα βάνει στο καλάθι του γέρου, του βάνει και λιγάκι ψωμάκι και του λέει: «Πήγαινε να σπείρεις το χωράφι». Φεύγει ο γέρος, πάει, βρήκε ένα λιοπυράκι[2], «σε θέλω!». Καθίζει, ένα, ένα – ένα, ένα, ήφαε τα κουκιά! Του ’πεσε και ένα. Γιόλαβε[3] να τό ’βρει κι αυτό, δεν μπορούσε. Τ’ αφήνει και φεύγει. Πάει στη γριά, του λέει: «Τα ’σπειρες, γέρο;» Της λέει: «Αμέ!» Κι εκείνος τα ’χε φάει! Αφού πέρασαν κάμποσες μέρες, του λέει: «Γέρο, δεν πας να νηορέψεις[4], να δεις τα κουκιά μας, αν ηνεμίσανε;» Λέει: «Α, πάω, γριά». Πάει, λοιπό, τι να δει! Το κουκί που τού ’χε πέσει , είχε γίνει μια κουκιά μέχρι τον ουρανό! Φύλλο, φύλλο την κουκιά, λοιπό, αυτός, φύλλο, φύλλο την κουκιά, ’νεβαίνει πάνω στον ουρανό. Βλέπει τον ήλιο και το φεγγάρι και μαλώνανε. «Ε, τι έχετε και μαλώνετε;» τους λέει. «Εγώ νόμιζα, ότι μαλώνουν μόνο οι ανθρώποι!». «Βρε, για δε», λέει ο ήλιος. «Το φεγγάρι θέλει να φέγγει την ημέρα και μένα θα με βάλει να φέγγω τη νύχτα! Γίνεται αυτό;» «Όχι!», του λέει. «Φεγγάρι, εσύ θα φέγγεις τη νύχτα και θα κάνεις δροσό. Την ημέρα θα προβάλλει ο ήλιος, να απλώθουμε τα ρούχα μας, να μας λιάζει». Ε, όπως το ’πε, εντάξει (συμφώνησαν)! Από ευχαρίστηση, λοιπό, του λένε: «Πάρε αυτό το μαντηλάκι και ό,τι ζητήσεις θα το ’χεις, (από φαΐ, δηλαδή)»! Αυτός ο κακόμοιρος, κατέβηκε κάτω, δεν το καλοπίστεψένε. Βάνει το μαντήλι κάπου στο χωράφι, εκεί κοντά και του λέει: «Έλα, μαντηλάκι μου, σε θέλω!». Με το «θέλω», γίνεται ένα τραπέζι «σε θέλω!». Καθίζει ο γέρος και τρώει καλά. Το παίρνει και φεύγει και πάει στη γριά. Πάει στη γριά, λοιπό, του λέει: «Τα κουκιά;». «Ποια κουκιά, βρε γυναίκα; Κάτσε να δεις τώρα! Κάτσε στο τραπέζι»! Λέει: «Γιατί να κάτσω στο τραπέζι, έχουμε κάτι να φάμε;». «Βρε, κάτσε και θα δεις!», της λέει. Καθίζει, λοιπό, η γριά, βγάνει το μαντήλι ο γέρος, του λέει: «Έλα μαντηλάκι μου, σε θέλω!». Γίνεται ένα τραπέζι «σε θέλω!». Καθίζει η γριά με το γέρο και τρώνε. Ο γέρος είχε κι όλας φάει… Ε, περνούσανε μια χαρά! Δεν του’ ρεσε του γέρου, που τρώγανε και πίνανε, μόνο λέει: «Α, θα καλέσω το Δήμαρχο, να του κάνω τραπέζι». Του λέει η γριά: «Βρε, γέρο μου, στα καλά σου είσαι;». Επέμενε ο γέρος: «Όχι, θα καλέσω το Δήμαρχο!». Πάει, λοιπό, στο Δήμαρχο, του λέει: «Την Κυριακή, σου ’χω τραπέζι, να ’ρθεις με όλο το συμβούλιό σου». Ο Δήμαρχος ηγέλασε: «Για, ένας γέρος, που θα μας κάνει τραπέζι!» Λέει των αλλωνών, που ήταν όλοι μαζί: «Να πάμε, να γελάσουμε». Σου λέει, τι φαγιά θα ’χει ο γέρος; Την Κυριακή, λοιπό, όπως το ’πανε, πάνε. Βλέπουν τη γριά, το γέρο, φυσικά ηκάθουντόνε. Ρωτάει, λοιπόν ο γέρος: «Τι ώρα είναι;» «Δώδεκα», του λένε. Βάνει το μαντηλάκι πάνω στο τραπέζι, (τα πιάτα ήταν βαλμένα, έτοιμα), του λέει: «Μαντηλάκι μου, σε θέλω! Το Δήμαρχο έχω τραπέζι!». Στήνεται ένα τραπέζι βασιλικό. Ό,τι ήθελες, το είχενε μέσα! Λέει ο Δήμαρχος, όμως, των αλλωνών, που ήταν μαζί του: «Θα του το πάρω! Να ’χει αυτός τέτοιο μαντήλι κι εμείς να μην το ’χουμε;» Πώς κάνει προσεκτικά ο Δήμαρχος, παίρνει το μαντηλάκι του γέρου και του βάνει το δικό του! Ε, αφού εφάγανε, λοιπό, ευχαριστήσανε το γέρο, φύγανε οι ανθρώποι. Βραδιάζει ο Θεός την ημέρα, λέει η γριά του γέρου: «΄Έλα, γέρο, βγάλε να φάμε τίποτι, γιατί το μεσημέρι με την παρέα δεν ηκαλόφαα». Λέει: «Ναι, γριά μου». Βγάνει το μαντηλάκι, το βάζει στο τραπέζι. «Μαντηλάκι μου, σε θέλω!», |
τίποτα! Βρε, «Μαντηλάκι μου, σε θέλω!», τίποτα! «Άχου», λέει η γριά, «την πατήσαμε. Μας πήρανε το μαντηλάκι. Καλά να πάθεις, που μου ’θελες τραπέζι του δημάρχου».
Την άλλη μέρα, πήγε ο γέρος στο δήμαρχο και του λέει: «Να μου δώσεις το μαντήλι μου». «Φύγε και θα βάλω να σε πιάσουνε στο ξύλο, που θα μου πεις, ότι εγώ σου πήρα το μαντήλι σου», του λέει ο δήμαρχος. Πάει ο γέρος πάλι στην κουκιά. Φύλλο, φύλλο την κουκιά, ’νεβαίνει πάλι πάνω. Του λένε: «Έλα, γέρο, τι έπαθες;» Λέει: «Τι έπαθα; Έτσι κι έτσι! Ήθελα να κάμω του δημάρχου τραπέζι και ο δήμαρχος μου έκλεψε το μαντήλι μου. Ηπήα και δε μου το δίνει το μαντήλι». «Α, δεν πειράζει», του λένε, «Θα σου δώσουμε τώρα μια κότα, που θα κάνει φλουριά! Να ’χεις ό,τι θέλεις, να ’σαι και πλούσιος από πάνω!». Του δώνουνε, λοιπό, μια κότα. Η κότα, ως να πάει στο σπίτι, είχε κάμει πόσα φλουριά πάνω στου γέρου τη φούχτα! Πάει στο σπίτι, λέει της γυναίκας του: «Τοιμάσου!» Πάνε, λοιπό, ψουνίζουνε, ηπαίρνουνε ρούχα, παίρνουνε από όλα και είχανε κι τρώανε. Του κόλλησε του γέρου, λέει: «Θα, την πάω να τη χρυσαφώσω στο χρυσαφό[5], τόσα φλουριά που έχω, να την κάνει χρυσή». «Βρε, γέρο, γύρευε τη δουλειά σου!». «Όχι, (θ)α την πάω!», λέει. Πάει, λοιπό, στο χρυσαφό και του λέει: «Θα σου δώσω τόσα φλουριά, να μου χρυσαφώσεις την κότα, (κράτα )και για τον κόπο σου. Ε, ο χρυσαφός, λοιπόν, του λέει: «Εντάξει!». Αλλά είδε ο χρυσαφός, ότι ήκανε (χρυσά) αυγά η κότα και λέει: «Α, που θα του δώσω την κότα! Παλαβός είμαι, τώρα, να του τη δώσω πίσω;». Πιάνει, χρυσαφώνει άλλη κότα και πάει ο γέρος και την παίρνει. Ηπήαινε, λοιπό, (κι όπως) την άλλη την είχανε πάνω στο κρεβάτι, λέει της γριάς: «Βάλτη πάνω στο κρεβάτι». Τη βάνει πάνω στο κρεβάτι, αρχινάει η κότα «κουτς, κουτς» κι έκανε κουτσουλιές! «Την πατήσαμε πάλι. Καλά να πάθεις!», λέει η γριά του γέρου. Τι κάνει ο γέρος; Πάει την άλλη μέρα στην κουκιά, ’νεβαίνει πάνω. Έλα, γέρο, τι έπαθες πάλι;» του λένε. «Τι να σας πω, Ήλιε μου και Φεγγάρι μου, έτσι κι έτσι». «Μα εσύ δε θα βάλεις μυαλό», του λένε. «Θα σου δώσουμε τώρα ένα ματσουκάκι, ένα μπαστουνάκι. Θα πας πρώτα στο χρυσαφό και θα του γυρέψεις να σου δώσει την πουλάδα. Αν δε σου τη δώσει, θα του πεις: «Έλα, ματσουκάκι μου, σε θέλω!» Πάει, λοιπό, στο χρυσαφό ο γέρος και του λέει: «Να μου δώσεις την πουλάδα». Λέει: «Ποια πουλάδα; Δεν είσαι με τα καλά σου, που σου ’λλαξα την πουλάδα! Θα της κακοφάνη, που την έκανες χρυσή και γι’ αυτό». Λέει: «Δώσε μου την πουλάδα με το καλό!». Λέει: «Όχι, Δε σου τη δώνω!». «Θα μου τη δώσεις, γιατί θα μετανιώσεις!». Λέει: «Δε σου τη δώνω!». Βγάνει ο γέρος το ματσουκάκι από την τσέπη του, του λέει: «Ματσουκάκι μου σε θέλω! Την πουλάδα δε μας τη δώνει». «Δε μας τη δώνεις;», το μπαστουνάκι, αρχινά το χρυσαφό στο ξύλο! Να κι αυτό, να κι εκείνο, τον έκανε παστό από το ξύλο. Λέει της γυναίκας του: «Γυναίκα, γρήγορα δώσε την πουλάδα κι αυτός θα με σκοτώσει». Πάει η γυναίκα του και του τη φέρνει την πουλάδα. Την παίρνει ο γέρος και φεύγει, πάει στο σπίτι του. Η πουλάδα, τα συνηθισμένα της, έκανε φλουριά. «Τώρα να πάω και στο δήμαρχο, να τον κανονίσω», λέει. Πάει, λοιπό, στο δήμαρχο, του λέει: «Κύριε δήμαρχε, καλά είναι, το μαντηλάκι το ’χεις πόσον καιρό. Δώσε μού το, γιατί κι εμείς πεινάμε», λέει. «Βρε, με τα καλά σου είσαι, ότι σου πήρα εγώ το μαντηλάκι σου;». «Δήμαρχε, με τα καλά σου, δώσε μου το μαντηλάκι, γιατί θα τα πάθεις σαν το χρυσαφό». «Βρε, φύ(γ)ε από δω», του λέει, «μην πω και σε πετάξουν έξω!». «Εν μου το δίνεις;», του λέει. Λέει : «Όχι, δε σου το δίνω. Δεν το ’χω», του λέει. «Εν το ’χεις, ε; Εντάξει!», του λέει. Να λοιπό, βγάνει το μπαστουνάκι ο γέρος και του λέει: «Ματσουκάκι μου, σε θέλω! Δε μας δώνει το μαντήλι ο δήμαρχος!». «Δε μας δώνει το μαντήλι ο δήμαρχος;» Αρχινά το δήμαρχο! Να κι αυτή, να κι εκείνη! Λέει: «Γυναίκα, γρήγορα, δώσε το μαντήλι κι αυτός θα με σκοτώσει!». Παίρνει και το μαντήλι ο γέρος. Είχε και την πουλάδα και του ’κανε φλουριά, είχε και το μαντήλι κι τρώγανε και περνούσανε ζωή κότα και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα!
|
Επιστροφή | |